Του Jean Shaoul*
Το Ισραήλ πάει σε βουλευτικές εκλογές στις 10 Φεβρουαρίου, κάπου 12 μήνες πριν από ότι είχαν προγραμματιστεί.
Στο μεσοδιάστημα, ο ανυπόληπτος Εχούντ Όλμερτ, που αντιμετωπίζει έξι κατηγορίες για διαφθορά, θα αναλάβει ξανά την αρχηγία του κόμματος Καντίμα και θα συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός, παρά την παραίτηση του από την αρχηγία του κόμματος στις 30 Ιουλίου. Ο Όλμερτ διατείνεται ότι η χώρα έχει τόσα πολλά πιεστικά προβλήματα ασφαλείας και δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη θητεία του αμέσως,
Το Ισραήλ θα συνεχίσει να κυβερνάται από την ίδια κουτσή κυβέρνηση σε συνθήκες αυξανόμενης πολιτικής και οικονομικής αστάθειας διεθνώς, στην περιοχή και στο Ισραήλ το ίδιο. Πρόκειται για την έκτη πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία καμία κυβέρνηση δεν εκπληρώνει την τετραετή θητεία της.
Η απόφαση για τη διεξαγωγή εκλογών ελήφθη μετά την αποτυχία της Τσίπι Λίβνι, που μετά βίας κέρδισε την πλειοψηφία για την ηγεσία του κόμματος Καντίμα τον Σεπτέμβριο και την παραίτηση του Όλμερτ, για σχηματισμό μίας πλειοψηφίας συνασπισμού υπό την ηγεσία της. Το Καντίμα διαθέτει 29 έδρες στο 120 εδρών ισραηλινό κοινοβούλιο, την Κνεσέτ, και κυβερνά με τη στήριξη του Εργατικού κόμματος που έχει 19 έδρες και του κόμματος των Συνταξιούχων, που έχει οκτώ έδρες και έχει διχαστεί σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Το Σας, ένα υπερορθόδοξο κόμμα με 12 έδρες, αρνήθηκε να παραμείνει στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Η φύση της ισραηλινής πολιτικής είναι τόσο αποσπασματική που σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις ήταν κυβερνήσεις συνασπισμού. Για τα είκοσι τελευταία χρόνια, η επιβίωση του κυβερνητικού συνασπισμού εξαρτάται πάντοτε από τα μικρά κόμματα και αυτή τη φορά ήταν το Σας.
Το Σας, το μεγαλύτερο θρησκευτικό κόμμα, εκπροσωπεί τους φτωχούς Εβραίους που κατάγονται από την Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Βρισκόταν σε συζητήσεις με τον Βενιαμίν Νετανιάου, ηγέτη του αντίπαλου δεξιού κόμματος Λικούντ, το οποίο επεδίωκε πρόωρες εκλογές με βάση τις δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν μία στροφή προς το Λικούντ σε βάρος του Εργατικού κόμματος. Το Σας αποφάσισε τελικά ότι μία μελλοντική κυβέρνηση με το Λικούντ έχει καλύτερες προοπτικές και άρχισαν τα παζάρια με την Λίβνι, απειλώντας την με πρόωρες εκλογές, τις οποίες ήθελε να αποφύγει.
Η Λίβνι παρουσιάστηκε για εβδομάδες σχεδόν από όλα τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου ως υποψήφια που δεν έχει σχέση με τη διαφθορά, ως κάποια που θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην ισραηλινή πολιτική και ως η καλύτερη και τελευταία ευκαιρία για την εξασφάλιση ενός μέσω διαπραγματεύσεων διακανονισμού με τους Παλαιστινίους. Πρόκειται για παρωδία της αλήθειας.
Ως υπουργός Εξωτερικών, η Λίβνι ευθύνεται για ένα μόνο κανάλι διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστινίους, τις συνομιλίες με τον Άχμαντ Κουρέϊ. Ο Όλμερτ την είχε απομονώσει από τις βασικές συνομιλίες με τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς. Οι συνομιλίες ωστόσο, οι οποίες υποτίθεται ότι θα καταλήξουν στη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους έως τα τέλη του έτους, έχουν παγώσει εξαιτίας της ισραηλινής αδιαλλαξίας.
Η Λίβνι μετείχε σε μία κυβέρνηση που επέκτεινε τους οικισμούς στη Δυτική όχθη, αύξησε τον αριθμό των στρατιωτικών μπλόκων σε περισσότερο από 10% πέρυσι, έκανε πόλεμο στην Γάζα το 2006, δολοφόνησε εκατοντάδες Παλαιστινίους και επέβαλλε τον αποκλεισμό στην Γάζα από τον Ιούνιο του 2007, περικόπτοντας την από τις βασικές ανάγκες.
Έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συνεχίσει την πολιτική του Όλμερτ για ένα είδος συμφωνίας με τους Παλαιστινίους, διατηρώντας ωστόσο όλους τους μεγάλους οικισμούς στη δυτική όχθη την οποία το Ισραήλ κατέλαβε παράνομα πριν 41 χρόνια. Όπως όλοι οι Ισραηλινοί πρωθυπουργοί, εμφανίζεται δημόσια ως άνθρωπος της ειρήνης και της φιλίας με τους Άραβες γείτονες του Ισραήλ, ακολουθώντας στην πράξη μία πολεμοκάπηλη και επεκτατική πολιτική.
Η προσπάθεια της για δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού απέτυχε εξαιτίας της άρνησης της να εκπληρώσει δύο από τους όρους του Σας. Το Σας επέμενε να δοθούν επιδόματα παιδιού για τις πολύτεκνες οικογένειες που είναι οι βασικοί υποστηρικτές του και οι οποίες αντιμετωπίζουν αυξανόμενη φτώχεια. Παρόλο που η Λίβνι ήταν κοντά στην εκπλήρωση του όρου αυτού, αρνήθηκε να εκπληρώσει το δεύτερο όρο του Σας για παραμονή όλης της Ιερουσαλήμ σε ισραηλινά χέρια.
Ένα από τα κεντρικά αιτήματα των Παλαιστινίων είναι ότι μέρος της ανατολικής Ιερουσαλήμ θα γίνει πρωτεύουσα του μελλοντικού κράτους. Από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η δημόσια στήριξη ενός παλαιστινιακού κράτους διευκολύνει την στήριξη της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Σαουδικής Αραβίας για τη συνέχιση της κατοχής στο Ιράκ και πιθανών μελλοντικών εχθροπραξιών κατά του Ιράν ή της Συρίας για την εξασφάλιση του ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής.
Αν και είναι σχεδόν απίθανο η Λίβνι ή το κάθετα διασπασμένο κόμμα της, να παραχωρήσει έστω και ένα εκατοστό της ανατολικής Ιερουσαλήμ, το να το πεις δημόσια θα είναι κάτι που ξεπερνά τα όρια. Αν και θεωρείται «περιστέρι» στα πλαίσια της επίσημης ισραηλινής πολιτικής σκηνής, αυτό οφείλεται στο ότι δεν ευαγγελίζεται την ολοκληρωτική εκδίωξη των Παλαιστινίων από το Ισραήλ και τα κατεχόμενα εδάφη όπως κάποιοι ακροδεξιοί πολιτικοί.
Όταν το Σας εγκατέλειψε τις συνομιλίες για το νέο συνασπισμό, η Λίβνι φερόταν ότι είναι έξαλλη από τις απαιτήσεις των μικρών κομμάτων. Υποστήριζε ότι δεν είχε κυβέρνηση επειδή αρνήθηκε τους εκβιασμούς, λέγοντας στην εφημερίδα «Χάαρετς» ότι «δεν ήθελε να εκβιάζεται» και ότι η λύση ήταν οι πρόωρες εκλογές. Η Λίβνι εξέδωσε μία ανακοίνωση στην οποία έλεγε, «όταν έγινε φανερό σε όλους και κάθε κόμμα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να προβάλλει απαιτήσεις που ήταν ανεπίτρεπτες από οικονομικής και διπλωματικής πλευράς, αποφάσισα να σταματήσω τις διαπραγματεύσεις και να πάω σε εκλογές».
Είπε «υπάρχουν τιμήματα που άλλοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν αλλά εγώ είμαι απρόθυμη να πληρώσω σε βάρος του κράτους και των πολιτών, μόνο για να γίνω πρωθυπουργός σε μία παράλυτη κυβέρνηση».
Ας ληφθεί υπόψη ότι όπως και κάθε άλλο κυβερνών κόμμα στην ιστορία του Ισραήλ που προβάλλει την ειρήνη με τους Παλαιστινίους, αρνήθηκε ακόμη και να συζητήσει το ενδεχόμενο να μετάσχουν στον συνασπισμό της οι άραβες βουλευτές, που συνήθως έχουν τουλάχιστον δέκα έδρες και είναι αναμενόμενο να στηρίζουν μία συμφωνία ειρήνης.
Η πολιτική παράλυση είναι πράγματι αυτό που αντιμετωπίζει το Ισραήλ, μία κατάσταση που δεν θα αλλάξει με τις εκλογές. Το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο με μία περίοδο τριών μηνών σε συνθήκες που το εκλογικό σώμα έχει αποξενωθεί από την επίσημη πολιτική, κάτι που παραδέχτηκε ακόμη και ο Ισραηλινός πρόεδρος Σιμόν Πέρες όταν εγκαινίαζε την χειμερινή σύνοδο του κοινοβουλίου. Είπε, «η κοινοβουλευτική περίοδος άνοιξε σε υπόβαθρο εσωτερικής και εξωτερικής αναταραχής η οποία προκαλεί μεγάλη ανησυχία στην καρδιά κάθε πολίτη».
Η δύσκολη διαδικασία που προκάλεσε τελικά τον τερματισμό της θητείας αυτής της κυβέρνησης θέτει ερωτήματα που προβληματίζουν όλο το λαό του Ισραήλ. Η εμπιστοσύνη στους κυβερνητικούς χειρισμούς έχει εξασθενήσει και επιπλέον, η δημόσια εμπιστοσύνη στους ηγέτες έχει πληγεί. Η δυσάρεστη αυτή αλήθεια δεν πρέπει να κρυφτεί ή να απορριφθεί», συνέχισε.
Παρά τις δεδηλωμένες διαφορές και τους έντονους ανταγωνισμούς, τα τρία βασικά κόμματα-το Καντίμα, το Λικούντ και το Εργατικό, έχουν κοινές θέσεις σε θεμελιώδη ζητήματα: την ανάγκη να διατηρηθεί ένα κράτος που στηρίζεται στην θρησκευτική αποκλειστικότητα και λειτουργεί με βάση τα συμφέροντα μιας στενής οικονομικής ελίτ που είναι προσανατολισμένη στην επεκτατικότητα, τον μιλιταρισμό και την καταπίεση των Παλαιστινίων και της εργατικής τους τάξης και το οποίο επιβιώνει χάρη στην στήριξη της Ουάσιγκτον.
Ο Νετανιάου έχει διακηρύξει ότι αν εκλεγεί, το Λικούντ θα εξασφαλίσει ότι το Ισραήλ θα διατηρήσει τα Υψίπεδα του Γκολάν που κατέλαβε από την Συρία το 1967, δυναμιτίζοντας έτσι την προοπτική της ειρήνης με τη Συρία, με την οποία το Καντίμα έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Επιμένει ακόμη στην διατήρηση μεγάλων περιοχών της Δυτικής όχθης και ολόκληρης της Ιερουσαλήμ, αποκλείοντας την πιθανότητα δημιουργίας ενός μίνι Παλαιστινιακού κράτους και μιας συμφωνίας με τους Παλαιστινίους. «Δεν θα διαπραγματευτούμε για την Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα του εβραϊκού λαού εδώ και 3000 χρόνια. Δεν το έπραξα στο παρελθόν και δεν θα το πράξω στο μέλλον», διακήρυξε ο Νετανιάου. Αντιτίθεται στη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, το οποίο όπως λέει θα πέσει στα χέρια των ισλαμιστών.
Με την πλειοψηφία των Ισραηλινών να τάσσεται υπέρ μιας συμφωνίας με τους Παλαιστινίους και πολλούς να προειδοποιούν ότι ο χρόνος για μία λύση δύο κρατών τελειώνει, η άρνηση της Λίβνι να ενδώσει στα αιτήματα του Σας της εξασφάλισε κάποιους πόντους σε βάρος του Νετανιάου. Οι δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι το Καντίμα θα κερδίσει 29 έδρες από τις 120 της ισραηλινής βουλής, ενώ το Λικούντ θα έλθει δεύτερο με 26 έδρες και το Εργατικό κόμμα θα πάρει μόλις 11.
Προσπάθησε επίσης να εκμεταλλευτεί την αντίθεσή της στους υπερορθόδοξους, υποσχόμενη να νομιμοποιήσει τον πολιτικό γάμο στο Ισραήλ. Αποκαλώντας το θέμα «ζήτημα αρχής», δήλωσε ότι θα είναι ένα από τα θέματα του προεκλογικού προγράμματος του Καντίμα. Ο νόμος θα επιτρέψει σε 300.000 Ισραηλινούς που θεωρούνται αυτή τη στιγμή από το κράτος «χωρίς θρησκευτικό προσανατολισμό», κυρίως Ισραηλινοί που κατάγονται από τη Ρωσία, και ως τέτοιοι δεν μπορούν να παντρευτούν από την αρχιραβινεία, να παντρευτούν στο Ισραήλ. Φάνηκε επίσης να διευθετεί τις αντιθέσεις της με τον Σαούλ Μοφάζ, τον πολιτικό της αντίπαλο στο Καντίμα, προσφέροντας του τη δεύτερη θέση μέσα στο κόμμα και σε οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση.
Αλλά ακόμη και αν κερδίσει τις εκλογές, η Λίβνι δεν μπορεί να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση που θα είναι υπέρ της «ειρηνευτικής διαδικασίες». Θα πρέπει να στηριχτεί στα ακροδεξιά και υπερορθόδοξα κόμματα τα οποία αντιτάσσονται σθεναρά ακόμη και στη δημιουργία ενός μικρού παλαιστινιακού κράτους. Οι περισσότεροι σχολιαστές προβλέπουν ότι το πιθανότερο είναι να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας με το Καντίμα, το Λικούντ και το Εργατικό κόμμα.
Από τη στιγμή που ο Όλμερτ επανέκτησε τον έλεγχο, χρησιμοποίησε το πολιτικό αδιέξοδο για να μπλοκάρει τις εξωτερικές σχέσεις, τόσο τις συνομιλίες με τους Παλαιστινίους όσο και τις συνομιλίες μέσω Τουρκίας με τη Συρία.
Ενήργησε στο να αποτρέψει την απειλή για κλείσιμο των πανεπιστημίων, ικανοποιώντας το αίτημα για περισσότερα κονδύλια. Προειδοποίησε όμως για περικοπές στις κρατικές δαπάνες, λήγοντας ότι υπό το φως της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία αναπόφευκτα θα επηρεάσει την ισραηλινή οικονομία, η ισραηλινή αγορά πρέπει να είναι έτοιμη, «ακόμη και αν η κυβέρνηση είναι μεταβατική και η Κνεσέτ προχωρά προς τις εκλογές». Υποσχέθηκε, «δεν θα ανεχτούμε σπατάλες και θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε σφικτή δημοσιονομική πειθαρχία. Περιμένω όλα τα μέλη της παρούσας Βουλής να μετέχουν και να ενωθούν για την σωτηρία του κοινού μας συμφέροντος».
Οι απειλές αυτές για περικοπές έγιναν σε συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης κοινωνικής ανισότητας. Η Άντβα, μία κοινωνική οργάνωση του Τελ Αβίβ, δημοσίευσε πρόσφατα μία έκθεση που είχε τον τίτλο «Το Κόστος της Κατοχής», η οποία ανέφερε ότι μία στις πέντε οικογένειες στο Ισραήλ χαρακτηρίζεται φτωχή, σε σχέση με μία στις δέκα οικογένειες που ήταν την δεκαετία του ’70. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο κόστος της συνεχιζόμενης κατοχής της Δυτικής όχθης και της Γάζας και στις περικοπές των κοινωνικών δαπανών για να καλυφθούν οι αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες: κοινωνικά προγράμματα, ειδικά τα επιδόματα για τα παιδιά, επιδόματα ανεργίας και χαμηλών εισοδημάτων περικόπηκαν αισθητά μεταξύ 2001 και 2005.
Η έκθεση αμφισβητεί την άποψη ότι η ισραηλινή οικονομία ευημερεί παρά τη συνεχιζόμενη διαμάχη με τους Παλαιστινίους. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν 5% και περισσότερο τα τρία τελευταία χρόνια. Το κόστος της κατοχής όμως, αν και αδύνατον να υπολογιστεί εξαιτίας του ότι το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του υπουργείου άμυνας είναι μυστικό, επιβάρυνε την οικονομία με περισσότερα από 8 δις. δολάρια τα είκοσι τελευταία χρόνια, πολύ περισσότερο από ότι ο προϋπολογισμός για την παιδεία φέτος.
Η έκθεση της Άντβα αναφέρει, «η αλήθεια είναι ότι η διαμάχη με τους Παλαιστινίους είναι σαν μια θηλιά στο λαιμό του Ισραήλ. Εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη, επιβαρύνει τον προϋπολογισμό, περιορίζει την κοινωνική ανάπτυξη, επιβαρύνει συνειδήσεις, πλήττει την διεθνή εικόνα, εξαντλεί τον στρατό, διχάζει πολιτικά και απειλεί το μέλλον του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους».
Όσον αφορά τα οικονομικά προβλήματα, το Ισραήλ έχει γίνει κοινωνικό ηφαίστειο, αντιμετωπίζοντας αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των Εβραίων και Αράβων πολιτών, που υποδαυλίζονται από την ισραηλινή θρησκευτική δεξιά και τα κόμματα των εποίκων. Ξέσπασαν για μέρες ταραχές στην Άκο(σ.σ. αραβική πόλη μέσα στο Ισραήλ), μετά από επίθεση κατά ενός άραβα που οδηγούσε το αυτοκίνητό του μέσα στην εβραϊκή συνοικία της πόλης στη διάρκεια της γιορτής του Γιόμ Κιπούρ. Σε απάντηση, εκατοντάδες άραβες βγήκαν στους δρόμους σπάζοντας τις βιτρίνες εβραϊκών μαγαζιών, πραγματοποιώντας επιθέσεις κατά αυτοκινήτων και πετώντας πέτρες σε εβραϊκά σπίτια. Την επόμενη μέρα, χιλιάδες Εβραίοι άρχισαν να βάζουν φωτιά και να προβαίνουν σε βανδαλισμούς αραβικών σπιτιών, μαγαζιών και επιχειρήσεων.
Κατά την Αντάλα, μία νομική οργάνωση για τα δικαιώματα των Αράβων, οι εντάσεις έχουν αυξηθεί από το 2006 όταν Εβραίοι έποικοι άνοιξαν ένα θρησκευτικό σχολείο στην πόλη.
Οι υπερορθόδοξοι έποικοι συγκρούστηκαν με ισραηλινούς στρατιώτες και την αστυνομία εξαιτίας της κατεδάφισης ενός φυλακίου των εποίκων το οποίο δεν είχε εγκρίνει η κυβέρνηση. Οι επιθέσεις των εποίκων κατά των Παλαιστινίων στη Δυτική όχθη και την Ιερουσαλήμ έχουν επίσης αυξηθεί, με τους εποίκους στην Κιριάτ Άρμπα να λεηλατούν ένα παλαιστινιακό χωριό. Τον περασμένο μήνα, οι ακροδεξιοί σχεδίαζαν να βάλλουν βόμβα έξω από το σπίτι του ακτιβιστή της οργάνωσης «Ειρήνη Τώρα» καθηγητή Ζεέβ Στέρνχελ.
*Δημοσιεύτηκε στο World Socialist Web Site-www.wsws.org
This week: Ruling the air and women’s empowerment
Πριν από 6 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου