Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

Με φίλους σαν αυτούς

Του Γκιντεόν Λέβι*, αρθρογράφου στην Iσραηλινή εφημερίδα Χαάρετς(23/03/2008)-www.haaretz.com

Το μέγεθος υποστήριξης προς το Ισραήλ αυτές τις ημέρες είναι σχεδόν ενοχλητικό. Η παρέλαση υψηλών ξένων καλεσμένων και η τόσο θερμή υποδοχή Ισραηλινών πολιτικών στο εξωτερικό είχε καιρό να εκδηλωθεί. Ποιος δεν μας επισκέφτηκε τελευταία; Από την Γερμανίδα καγκελάριο σε έναν από τους κορυφαίους Αμερικανούς υποψηφίους για την προεδρία. Και ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών βρίσκεται καθοδόν. Η επίσκεψη στο Ισραήλ έχει γίνει ρουτίνα για τους ξένους πολιτικούς. Αν δεν ήσουν εκεί, δεν ήσουν πουθενά.

Οι επισκέπτες ασφαλώς ξεναγούνται στο μουσείο του Ολοκαυτώματος στο Γιάντ Βασέμ, στο Τείχος των Δακρύων και τώρα πια και στην Σντερότ-το νέο εθνικό προσκύνημα. Μερικοί κάνουν και μια επίσκεψη μέχρι την Ραμάλα. Κανείς δεν πάει στην Λωρίδα της Γάζας και όλοι δεν έχουν τίποτα άλλο από επαίνους για το Ισραήλ να πουν. Ούτε μία λέξη κριτικής για την κατοχή, τις βιαιότητες του Ισραήλ στα κατεχόμενα εδάφη, για την πολιορκία και την πείνα-πέραν κάποιων χωρίς σημασία διαπιστώσεων για την ανάγκη λύσης. Το Ισραήλ στύβει την «διεθνή» λεμονόκουπα της Σντερότ προς όφελος του.

Το μείγμα Σντερότ και Ολοκαύτωμα, η διεθνής ισλαμοφοβία και η κυριαρχία της Χαμάς στην Γάζα στήνουν το κόλπο. Το Ισραήλ είχε να δει τέτοια επιτυχία στην εξωτερική του πολιτική από την εποχή των συμφωνιών του Όσλο. Κρίνοντας από τις διακηρύξεις των ξένων φιλοξενούμενών μας και αυτών που μας φιλοξενούν στο εξωτερικό, κανένα άλλο κράτος στον κόσμο δεν είναι τόσο αγαπητό όσο το δικό μας. Ένα κράτος που επιβάλλει έναν σχεδόν πρωτοφανή σε αγριότητα σε ολόκληρο τον κόσμο αποκλεισμό, γίνεται αποδεκτό από την οικογένεια των εθνών, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις των τόσο πολλών πολιτικών που πέρασαν το κατώφλι μας.

Είναι ασφαλώς ευχάριστο να δέχεται τέτοιο κύμα υποστήριξης, αλλά δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Η κοινή γνώμη στις περισσότερες χώρες των οποίων οι πολιτικοί μοιράζουν όλη αυτήν την ευλογία για εμάς, δεν μετέχει. Το Ισραήλ παραμένει ένα κράτος χωρίς αποδοχή, πολλές φορές απόβλητο και περιφρονημένο. Ο κόσμος βλέπει τις εικόνες από την Γάζα στην τηλεόραση-συγκρίνοντας, η Σντερότ μοιάζει με παραθεριστικό θέρετρο-και βγάζει τα δικά του συμπεράσματα. Η φυσική αίσθηση δικαιοσύνης που υπαγορεύει την υποστήριξη στον αγώνα για την ελευθερία των καταπιεσμένων λαών όπως γίνεται με το Θιβέτ, υπαγορεύει τη φυσιολογική υποστήριξη του αγώνα για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία μάχη μεταξύ ενός Παλαιστίνου Δαβίδ και ενός Ισραηλινού Γολιάθ ενισχύει την άποψη αυτή. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ ο κόσμος είναι εναντίον μας, εκτός από τους πολιτικούς. Για αυτό λοιπόν δεν θα πρέπει να πέσουμε στην αυταπάτη. Η τρέχουσα χορωδία επίσημης υποστήριξης προς εμάς δεν είναι ειλικρινής.

Όπως δεν είναι ειλικρινής η ιδέα ότι η τυφλή, χωρίς όρους φιλία, είναι φιλία. Η υποστήριξη του Ισραήλ ως δίκαιου εγχειρήματος που προβάλλεται από την πλειονότητα της Δύσης δεν σημαίνει ότι αποδέχονται όλα μας τα καπρίτσια. Ένας αληθινός φίλος του Ισραήλ, κάποιος που πραγματικά ανησυχεί για την τύχη μας, είναι ο φίλος που πραγματικά δεν διστάζει να ασκήσει έντονη κριτική για την πολιτική της κατοχής, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο σοβαρό κίνδυνο για το μέλλον του και ο οποίος κάνει και πρακτικά βήματα για να τη σταματήσει. Οι περισσότεροι από τους «φίλους» μας πολιτικούς δεν το αντιλαμβάνονται.

H στάση των Ευρωπαίων ηγετών είναι περίπλοκη. Δεν μιλάμε για τις ΗΠΑ με τα εβραϊκά και χριστιανικά λόμπι, αλλά για την περισσότερο ενεργή Ευρώπη, που έχει και αυτή χάσει πλέον τη δυνατότητα να ενεργήσει ως ουδέτερος διαμεσολαβητής, ο τύπος που χρησιμοποιεί την επιρροή του για να δώσει ένα τέλος στη σύγκρουση, που απειλεί και την ίδια. Χρειαζόμαστε την Ευρώπη, η ειρήνη χρειάζεται την Ευρώπη, αλλά η επίσημη Ευρώπη κλείνει τα μάτια και αυτομάτως ταυτίζεται με τις ΗΠΑ στην τυφλή υποστήριξη προς το Ισραήλ και το μποϋκοτάζ στη Γάζα. Η Άνγκελα Μέρκελ, που υποδεχθήκαμε με βασιλικές τιμές την προηγούμενη εβδομάδα, δεν έθιξε κανένα από τα αμφιλεγόμενα ζητήματα στην ομιλία της στην βουλή(κνέσετ). Και έτσι η ιστορική» της ομιλία έμεινε κενή.

Την ίδια συμπεριφορά έδειξε ο ομόλογός της στην ευρωπαϊκή ηγεσία, ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, στη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου Σίμον Πέρεζ. Οι ισραηλινές σημαίες κυμάτιζαν σε όλο το Σαμπ ντε Ελιζέ και η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε για τη συμμετοχή του Ισραήλ στην Έκθεση Βιβλίου του Παρισιού δεν μπόρες ένα κρύψει το γεγονός ότι πολλοί Γάλλοι ενοχλούνται από την κατοχή. Με το να μη γίνει λόγος για τον αποκλεισμό της Γάζας, την πείνα που έχει επιβληθεί και τη δολοφονία εκατοντάδων ανθρώπων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν ανταποκρίνονται στις πολιτικές και ηθικές τους υποχρεώσεις. Αυτοί που πιστεύουν πως μόνο μία πραγματική διεθνής παρέμβαση μπορεί να δώσει τέλος στην κατοχή, βρέθηκαν απελπισμένοι και απογοητευμένοι. Ναι, η Ευρώπη που σωστά είναι η ήπειρος που έχει δικαιολογημένες ενοχές για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, θα έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να βοηθήσει το Ισραήλ. Γλυκερές επισκέψεις και γλυκιές ομιλίες στην πραγματικότητα εκφράζουν μία βαθειά περιφρόνηση για το Ισραήλ και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.

Η τυφλή φιλία δίνει στο Ισραήλ τη δυνατότητα να κάνει ότι θέλει. Οι ημέρες που κάθε λυόμενο σπίτι κτιζόταν στα κατεχόμενα εδάφη και κάθε στοχευμένη δολοφονία εξεταζόταν με προσοχή λόγω του φόβου της διεθνούς κατακραυγής, πέρασαν. Οι μέρες εκείνες δεν υπάρχουν πια, το Ισραήλ έχει πάρει λευκή επιταγή να δολοφονεί, να καταστρέφει και να εποικίζει. Οι ΗΠΑ έχουν από καιρό παραιτηθεί από τον ρόλο του αντικειμενικού διαμεσολαβητή και η Ευρώπη ακολουθεί τα βήματα τους. Πόσο μεγάλη απογοήτευση: Με φίλους σαν αυτούς, το Ισραήλ σχεδόν δεν χρειάζεται εχθρούς.

*Ο Γκιντεόν Λέβι έιναι ένας από τους πιο σημαντικούς Ισραηλινούς αρθρογράφους, μέλος της διοικούσας επιτροπής της εφημερίδας Χαάρετς και σφοδρός επικριτής της πολιτικής των ισραηλινών κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ 1978-1982 είχε εργαστεί ως βοηθός του Σιμόν Πέρεζ, προέρχεται δηλαδή πολιτικά από την «σιωνιστική αριστερά» και ως εκ τούτου οι απόψεις και η κριτική που ασκεί έχει κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο Λέβι δεν είναι παραδοσιακός «αντισιωνιστής». Έχει ταχθεί υπέρ του χωρίς όρους τερματισμού της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών και το 2006 ήταν από τους λίγους επικριτές της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Μια Ισραηλινή και Μια Παλαιστίνια

«Γιατί μα μισούν;» αναρωτιέται πολλές φορές ο μέσος Ισραηλινός. Τους δώσαμε την ευκαιρία για κράτος το ’90, αποχωρήσαμε από τη Γάζα και αυτοί συνεχίζουν να εκτοξεύουν ρουκέτες, να καλλιεργούν το μίσος κ.λ.π., είναι λίγο ή πολύ η απάντηση που δίνει ο μέσος Ισραηλινός, θεωρώντας τη χώρα του «θύμα» και όχι «θύτη» για όσα συνεχίζουν να συμβαίνουν λίγα χιλιόμετρα έξω από το σπίτι του, έχοντας μία στρεβλή εικόνα, χάρη στην προπαγάνδα και τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης για του τι ακριβώς συμβαίνει. Που βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος;
Ξέχνα για λίγο, έλεγα κάποτε σε Ισραηλινό νεαρό συγγενικό μου πρόσωπο, τις επίσημες δηλώσεις, τους πολιτικούς, τις ειδήσεις. Για να καταλάβεις την ουσία του παλαιστινιακού προβλήματος κάνε την απλή σκέψη: Εσύ ζεις στο Τελ Αβίβ, τσακώνεσαι για παράδειγμα με τη γυναίκα σου, βουτάς τα κλειδιά, παίρνεις το αυτοκίνητο και πετάγεσαι σε ένα φίλο σου στη Χάιφα ή την Ιερουσαλήμ να πιείτε μπύρες να πεις τον πόνο σου..
Ακόμη και την εποχή που οι επιθέσεις αυτοκτονίας ήταν καθημερινό φαινόμενο, ο μέσος Ισραηλινός μπορούσε να συνεχίσει να πίνει καφέ, να πηγαίνει σινεμά ή θέατρο.
Ταξίδεψε τώρα νοητικά μερικά χιλιόμετρα, ξέρεις πόσο κοντά είναι στο Τελ Αβίβ, η Ραμάλα, η Χεβρώνα ή ακόμη και η Γάζα. Ο μέσος Παλαιστίνιος δεν μπορεί ούτε μέσα στην ίδια του τη γειτονιά να κυκλοφορήσει χωρίς την πιθανότητα να βρεθεί νεκρός, ακόμη και από έναν «ασυνείδητο» Ισραηλινό στρατιώτη. Και όχι μόνο τις ημέρες της μεγάλης έντασης, αλλά επί χρόνια..
Αυτή είναι στην πραγματικότητα η απλή καθημερινή του επιθυμία. Να ζήσει όπως εσύ. Να μπορεί να πηγαίνει θέατρο, σινεμά, στο τζαμί ή το πανεπιστήμιο, χωρίς κανείς ξένος να του ορίζει το πώς, πότε και γιατί.
Έκανα αυτές τις σκέψεις διαβάζοντας προ ημερών στη ηλεκτρονική έκδοση του BBC, ένα ρεπορτάζ για μία ανταλλαγή επιστολών μεταξύ μιας Ισραηλινής και μιας Παλαιστίνιας, που προσπάθησαν μέσω BBC, να εκφράσουν η κάθε μια από την πλευρά της, το πώς βλέπουν τα πράγματα.
Ας διαβάσουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της ισραηλινής, στην επιστολή της οποίας, αποτυπώνεται, κατά την άποψή μου, η στρεβλή εικόνα που έχει ο μέσος Ισραηλινός για τον άλλο, τον Παλαιστίνιο γείτονα του.
Η Ανάβ ζει στη Σντερότ, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Γάζα, την πόλη θέρετρο των Κασάμ που εκτοξεύει η Χαμάς. «Το καταφύγιο βρίσκεται κάτω στο υπόγειο και δεν προλαβαίνω να κατέβω μέσα σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα που χρειάζονται μετά το άκουσμα της σειρήνας».
« Για την ασφάλεια και την ψυχική μου υγεία, αποφάσισα ότι το καλύτερο θα ήταν να κοιμάμαι έξω σε ένα κοντινό κιμπούτς… Αισθάνομαι πολύ τυχερή που είχα τη δυνατότητα να φύγω γιατί οι οικογένειες στην Σντερότ δεν μπορούν να το κάνουν. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι οικονομικά εξαρτημένοι με την περιοχή και βρίσκονται στην κατώτατη οικονομική κλίμακα».
«Η Λωρίδα της Γάζας εγκαταλείφθηκε, λέει η Ανάβ σε άλλο σημείο της επιστολής της, με την ιδέα ότι θα υπήρχε ειρήνη, αλλά η τρομοκρατία των Κασάμ αυξήθηκε δραματικά, από τότε που έγινε η αποχώρηση».

Ας δούμε τώρα τι απαντά η Παλαιστίνια συνομιλήτρια, η Μόνα, που δείχνει μία εντελώς διαφορετική εικόνα , στην οποία στην ουσία ο μέσος Ισραηλινός αγνοεί ή δεν κατανοεί.
« Πριν σουν μιλήσω για τη ζωή μου στην Γάζα, θα ήθελα να σου πω ότι κατάγομαι από αυτό που σήμερα είναι μία ισραηλινή πόλη την Ασκελών. Η οικογένεια μου έφυγε με χιλιάδες άλλους μετά το 1948 και ο παππούς μου ήταν ένας από τους πολλούς που χάθηκε πολεμώντας τους Ισραηλινούς.
Η γιαγιά μου ακόμη ζει. Μου διηγείται με λεπτομέρειες το πόσο ειρηνική ήταν η ζωή πριν μας επιτεθούν οι Ισραηλινοί. Μεγάλωσα στη διάρκεια της πρώτης ιντιφάντα(1987-1993). Δεν μπορώ να θυμηθώ το πόσες φορές ο ισραηλινός στρατός επιτέθηκε στο σπίτι μου, αλλά θυμάμαι μία φορά που κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι, τρέμοντας από το φόβο.
Έχω τρείς νεότερους αδελφούς που πάνε σχολείο. Είχα τέσσερις, ο αδελφός μου ο Άμερ σκοτώθηκε από πυροβολισμό Ισραηλινού στρατιώτη το 1992. Ήταν 12 ετών. Σκηνές από αίμα και θάνατο έχουν χαραχθεί στο μυαλό μου. Θα πρέπει να σου πως, το Ισραήλ μας έμαθε πώς να μισούμε, όσο κανένας άλλος.
Είναι η Σντερότ εμπόλεμη ζώνη; Τι λέξεις τότε θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω για να περιγράψω τα όσα γίνονται στη Γάζα; Η ζωή στη Γάζα είναι κόλαση. Το Ισραήλ σκότωσε πάνω από 60 στην Γάζα το Σάββατο 1η Μαρτίου μόνο. Οι περισσότεροι άοπλοι και παιδιά.
Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της δύναμης των όπλων που κάνουν αυτό- και τις χειροποίητες ρουκέτες Κασάμ; Πόσους ανθρώπους σκότωσαν από τότε που η Χαμάς άρχισε να τους εκτοξεύει; Πόσα σπίτια καταστράφηκαν;
Αν συγκρίνεις αυτά τα δύο, θα καταλάβεις ότι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η Χαμάς είναι περισσότερο μία συμβολική αντίσταση και τίποτα παραπάνω. Όταν το Ισραήλ κατέστρεψε τους παράνομους οικισμούς και αποχώρησε από την Γάζα το 2005, ήμουν ευτυχισμένη για το ότι τελικά θα μπορέσω να επισκεφθώ τον φίλο μου που ζει στο μέσον της Λωρίδας όποτε θέλω.
Αλλά το Ισραήλ δεν μας άφησε σε ειρήνη, μας άφησε με ηχητικές βόμβες. Οι δυνάμεις κατοχής συνήθιζαν να μας σπάνε τα νεύρα. Ο ήχος του αεροπλάνου είναι τόσο δυνατός που μπορεί να σπάσει τα παράθυρα.
Πως θα αισθανόσουν αν κάποιος άλλος έλεγχε κάθε σου κίνηση; Πως θα αισθανόσουν αν δεν είχες το δικαίωμα να κινείσαι ελεύθερα μέσα στην ίδια σου τη χώρα; Αν σου στερούσαν το να ταξιδεύεις στο εξωτερικό για σπουδές, αν το κόστος των τροφίμων και των καυσίμων καθοριζόταν από κάποιον άλλον που σου κλείνει τα σύνορα, αν περνούσες τα περισσότερα βράδια στο σκοτάδι;
Είχα πολλούς πονοκεφάλους τον προηγούμενο μήνα γιατί περνούσα ώρες διαβάζοντας με ένα κερί. Γιατί τιμωρούμαστε με σκοτάδι; Γιατί οι άρρωστοι δεν μπορούν να έχουν τα φάρμακά τους; Είναι η γη μας και έχουμε το δικαίωμα να αντισταθούμε σε όποιον μας συμπεριφέρεται με βία. Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται ενόσω σου γράφω. Μόλις άκουσα τη μητέρα μου να αναρωτιέται, «τι θα γίνει απόψε;» Ελπίζω η δική σου νύχτα να είναι ήσυχη.»

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Πίνοντας Νερό από τη Θάλασσα της Γάζας

Η Αμίρα Χας είναι γνωστή Ισραηλινή δημοσιογράφος που αγωνίζεται εδώ και χρόνια για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Το 1991 ήταν η πρώτη Ισραηλινή δημοσιογράφος που πήγε να ζήσει την Λωρίδα της Γάζας, για να καλύψει για λογαριασμό της εφημερίδας "Χαάρετς" τις εξελίξεις ενόψει των συμφωνιών του Όσλο.
Το 1996 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο στα εβραϊκά, με τίτλο "Πίνοντας Νερό από τη Θάλασσα της Γάζας"(Λιστότ Μάιμ αλ άζα στα εβραϊκά, Drinking the Sea at Gaza στα αγγλικά), όπου καταγράφει τις εμπειρίες της από εκείνη την εποχή ελπίδας... Το βιβλίο εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί οι συμφωνίες του όσλο δεν "περπάτησαν" και φθάσαμε στην δεύτερη ιντιφάντα το 2000.
Η Αμίρα Χας ζει σήμερα στην Ραμάλα και συνεχίζει να στέλνει ανταποκρίσεις και απόψεις για τις εξελίξεις στα κατεχόμενα. Το βιβλίο που ανέφερα παρά τις προσπάθειες δεν εκδόθηκε τελικά στα ελληνικά. Ακολουθεί ένα ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου, που αναφέρεται στο γιατί επέλεξε να πάει στην Γάζα και πβς αντιμετώπισε τους ανθρώπους της, αλλά και τους επιφυλακτικούς συμπατριώτες της.

Απόσπασμα

Όποιος ήξερε να μιλά εβραϊκά μου μιλούσε στην γλώσσα μου με απόλυτη φυσικότητα. Στο σπίτι, στο γραφείο, στο βενζινάδικο, στην αγορά μέσα στο στρατόπεδο των προσφύγων, στην κηδεία ενός κοριτσιού στο Χαν-Γιούνες, που σκοτώθηκε από ριπές του ισραηλινού στρατού μισή ώρα μετά την άρση του αποκλεισμού, σε διαδήλωση υπέρ των κρατουμένων και στον γάμο ενός από τους αδελφούς της. Στα σπίτια κάποιων από αυτούς πέρασα αρκετά βράδια όταν ο αποκλεισμός και οι επιδρομές του ισραηλινού στρατού κυριαρχούσαν τη νύχτα. «Τι θα απογίνεις αν οι άνθρωποι με τα καλυμμένα πρόσωπα ανακαλύψουν ότι ανάμεσά τους υπάρχει μια Εβραία;» με ρώτησε στο Τελ-Αβίβ κάποιος, γνωστός, κατά τα άλλα, φιλοάραβας. Εκείνη την εποχή ήμουν πολύ συχνά φιλοξενούμενη του Ράτζι Σουράνι και του καθηγητή Χαϊντέρ αμπντ αλ-Σάφι. Ξαφνιάστηκα με την ερώτηση – ούτε είχε περάσει από το μυαλό εκείνων που με φιλοξενούσαν. Αυτή η ερώτηση δεν απασχόλησε ποτέ εκείνους που με δεχόντουσαν στα σπίτια τους, στο στρατόπεδο των προσφύγων είτε στη Ραφίαχ είτε στο Σάτι. Η φυσικότητα με την οποία με δεχόντουσαν, με την οποία διαφωνούσαμε ή και τσακωνόμασταν μερικές φορές, μπορεί να δώσει απάντηση στους πολλούς που με ρωτούσαν «Πώς είναι δυνατό να μη φοβάσαι;» Γνώρισα την Γάζα μέσα από τα μάτια ζωντανών ανθρώπων, όχι μέσα από το παράθυρο ενός στρατιωτικού τζιπ, ή ενός ανακριτικού γραφείου της Σαμπάκ - των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ- ή τις επίσημες ανακοινώσεις.
Πόσο στρεβλή ήταν η εικόνα για τη Γάζα και τους κατοίκους της, το ανακάλυψα στην αρχή του 1991. Για να εξασφαλίσω τα προς το ζην, δούλευα ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «ΧΑΑΡΕΤΣ». Τον ελεύθερο χρόνο μου μετείχα εθελοντικά στο έργο της οργάνωσης «Βοήθεια για τον Eργαζόμενο», που ασχολιόταν με τα προβλήματα των εργατών από τα κατεχόμενα και με τα παράπονά τους ενάντια στους ισραηλινούς εργοδότες τους. Έτσι άρχισα να έχω επαφή με τους ανθρώπους της Γάζας και την ζωή τους. Η Άντα Όσπιζ, συνάδελφος στην εφημερίδα εκείνη την εποχή, ενθουσιάστηκε με την ιδέα να γράφω σχετικά με αυτό το θέμα. Το έκανα για πάνω από ένα χρόνο. Η δικηγόρος Ταμάρ Πέλεγκ, που δούλευε τότε στην οργάνωση για τα δικαιώματα του πολίτη στο Ισραήλ, μου έδωσε τα πρώτα ονόματα ανθρώπων που άξιζε να μιλήσεις μαζί τους – όλοι «πελάτες» της από την εποχή της σύλληψής τους ή της φυλάκισής τους για συμμετοχή στην πρώτη Ιντιφάντα, που κράτησαν την επαφή και τις φιλικές σχέσεις μαζί της. Και εκείνη τους επισκεπτόταν συχνά. Πρώτος από όλους ήταν ο δικηγόρος Ράτζι Σουράνι.
Τα υπόλοιπα ήρθαν φυσιολογικά. Ο κύκλος των γνωριμιών μου όλο και δειρυνόταν και συνεχώς ανακάλυπτα ότι είχα ακόμα να μάθω πολλά για αυτό τον μικρό και πολυπληθή τόπο. Μετά τη συμφωνία του Όσλο, μου πρότειναν να γίνω ανταποκρίτρια της εφημερίδας στην Λωρίδα και να παρακολουθώ από κοντά τις εξελίξεις. Μου φάνηκε απόλυτα φυσικό να μετακομίσω στην Γάζα, όπως κάθε δημοσιογράφος που τον στέλνουν σε μια άλλη χώρα. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να γνωρίσουν την κοινωνία και να μιλήσουν για εκείνη, αν δεν ζήσουν μέσα σε αυτή; Επί τρεις μήνες, από τον Δεκέμβριο του 1993, άλλαξα διάφορα σπίτια στην περιοχή. Μετά, για πάνω από δυόμισι χρόνια, έζησα σε διάφορα νοικιασμένα διαμερίσματα. Τα χρόνια που απλώς επισκεπτόμουν την Γάζα, αλλά και τα χρόνια που έζησα εκεί, φρόντιζα πάντα να ξέρουν όλοι ότι ήμουν Ισραηλινή και Εβραία.
Αυτή την απάντηση δίνω σε όσους αναρωτιούνται στο Ισραήλ, πώς βρέθηκα στη Γάζα και γιατί μένω εκεί. Πρόκειται βέβαια για μια μερική και απλοϊκή απάντηση. Την ολοκληρωμένη απάντηση την άφηνα συνήθως στην άκρη.
Ένα μέρος της απάντησης έχει σχέση με τις αναμνήσεις της μητέρας μου, που, ακούγοντάς τες από παιδί, έγιναν και δικές μου αναμνήσεις. Όταν κατέβηκε η μητέρα μου από το τρένο, μαζί με όλους αυτούς που είχαν μεταφερθεί από το Βελιγράδι, και την πήγανε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, διέκρινε μια ομάδα Γερμανίδων. Μερικές από αυτές περπατούσαν, άλλες ήταν πάνω σε ποδήλατα. Σταμάτησαν και κοιτούσαν με μεγάλη περιέργεια την πομπή. Η εικόνα αυτή με έκανε να μη θέλω πια να παρακολουθώ τις εξελίξεις από μακριά. Από μικρή αποφάσισα ότι δεν θα ακολουθήσω αυτή την τακτική.
Το πρώτο πράγμα που με τράβηξε στη Γάζα δεν έχει σχέση με κάποια περιπετειώδη διάθεση ή κάποιο είδος τρέλας, όπως υποστήριζαν κάποιες απόψεις που κυκλοφορούσαν. Η Λωρίδα της Γάζας κρύβει για μένα μέσα της όλη την ιστορία της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης. Αποτελεί το μεγάλο πλήγμα του ισραηλινού κράτους, την ανοικτή πληγή μας. Ένοιωθα την ανάγκη τα γνωρίσω τους ανθρώπους – με σάρκα και οστά – οι ζωές των οποίων ορίζονται από τη δική μου κοινωνία και από τη δική μου ιστορία, από τότε που οι γονείς τους ή οι παππούδες τους εκδιώχτηκαν από τα χωριά τους, το 1948. Φαίνεται ότι η επιθυμία μου να ζήσω στη Γάζα, πηγάζει από τον φόβο μου να παρακολουθώ από μακριά, από την ανάγκη μου να καταλαβαίνω με κάθε λεπτομέρεια την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα, που έχει σχέση απόλυτα με το κράτος του Ισραήλ.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι κάτι ιδιαίτερο με συνδέει με τα στρατόπεδα των προσφύγων και τα χωριά των Παλαιστινίων, ότι εκεί αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, σε αυτή την πρόσκαιρη μονιμότητα, με νοσταλγία για κάθε κόκκο άμμου και με την έξαψη που φουντώνουν οι σειρές από δέντρα. Μόνο αργότερα, και μόνο σε μερικούς φίλους στο Ισραήλ ή στην Γάζα, μπόρεσα να εξηγήσω ότι αυτή ήταν η κληρονομιά των γονιών μου, πως ένα χαρμάνι μέσα από την ίδια μου την αυτοβιογραφία με έσπρωξε προς τα εκεί.
Όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να καταλάβω από που προέρχεται το χαρμάνι αυτό. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα, κομμουνιστές, Εβραίοι από την νοτιοανατολική Ευρώπη – έννοιες που δεν μπορούσα ακόμα να κάνω τη σύνδεση μεταξύ τους. Οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα, ήταν οι ιστορίες αγώνα ενός κατατρεγμένου λαού.
Στο σχολείο που πήγαινε ο πατέρας μου το ένα τρίτο των μαθητών ήταν Εβραίοι. Υπήρχε ειδική συμφωνία να πηγαίνουν και το Σάββατο στο σχολείο, να μην συμμετέχουν όμως σε διαγωνίσματα και να μην τους δίνονται γραπτές εργασίες. Μια μέρα ένας αντισημίτης καθηγητής της ιστορίας αποφάσισε να παραβιάσει τη συμφωνία και έβαλε διαγώνισμα κάποιο Σάββάτο. Σαν παιδί μου άρεσε πολύ να ακούω, πώς ο πατέρας μου, 13 χρονών τότε, ορθόδοξος Εβραίος, με μεγάλη αυτοπεποίθηση για τη θέση που κατείχε στην κοινωνία που ζούσε, οργάνωσε τους Εβραίους συμμαθητές του σε απεργία κι έπεισε και δύο μη θρήσκους μαθητές να συμμετέχουν στην απεργία. Ο διευθυντής αποφάσισε να τον διώξει από το σχολείο. Έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μέσο, για να αλλάξει η ποινή της αποβολής για ένα μήνα που του είχαν επιβάλλει. Η οικογένεια του απευθύνθηκε στον καθηγητή των μαθηματικών, που ήταν συμπαθητικός. Του εξήγησε ότι επρόκειτο για υπεράσπιση της θρησκείας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, και εκείνος είπε: «Ανοησίες, υπεράσπιση της θρησκείας. Είναι φανερό ότι πρόκειται για αυτόν τον μπολσεβίκο, που οργανώνει απεργίες».
Και η μητέρα μου είχε αντιμετωπίσει παρόμοια κατηγορία. Στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, το μόνο φαγητό που έτρωγαν ήταν μια σούπα από βρασμένα γογγύλια και αυτός που την σερβίριζε δεν ενδιαφερόταν να δίνει σε όλους ίσες μερίδες. Η μητέρα μου και κάποιες φίλες της ανέλαβαν να μοιράσουν το φαγητό και υποσχέθηκαν να το μοιράσουν δίκαια. «Τι νομίζετε ότι είναι εδώ; Σοβιέτ;» της φώναξε ο διοικητής του στρατοπέδου. Οι φίλες της επίσης κρατούσαν τσίλιες μη και εμφανιστεί κανένα καρφί, την ώρα που η μητέρα μου έγραφε κρυφά και παράνομα ημερολόγιο, σε κομμάτια χαρτί. Κρυφά επίσης έκανε μαθήματα στα παιδιά του στρατοπέδου, δραστηριότητα που έβαζε τη ζωή όλων σε κίνδυνο.
Η οικογένεια του πατέρα μου εξορίστηκε στο γκέτο της Τρανσνίστρια, όπου οι γονείς του πέθαναν. Εκεί υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο. Όσοι είχαν τα μέσα και κάποιοι από την Judenrat, ήταν οι μόνιμοι πελάτες, ενώ πεινασμένα παιδιά στεκόντουσαν έξω και κοίταγαν με τα διάπλατα μάτια τους. Όταν μιλούν για την μοίρα του Εβραϊκού Λαού, εγώ βλέπω-μέσα από τις αναμνήσεις του πατέρα μου- τα μάτια αυτών των παιδιών.
Και η μητέρα μου θυμόταν τον καθηγητή της των μαθηματικών, που ήταν ένας από τους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας. Πηγαίνοντας στο σχολείο, φορτωμένη βιβλία και τετράδια, έπρεπε να περάσει και από το φούρνο να δώσει έναν τεράστιο δίσκο με πίτες που είχε ετοιμάσει η μητέρα της. Ήταν μια υποχρέωση που της έδινε στα νεύρα και λίγο ενοχλητική επειδή έπεφτε στην μικρότερη της οικογένειας. Στο δρόμο, η μητέρα μου συνάντησε τον Εβραίο καθηγητή της των μαθηματικών- τον Μαρσέλ Σνάιντερ- και, πάντα θυμόταν πώς εκείνος υποκλίθηκε μπροστά της και έβγαλε το καπέλο του. Όλοι γνώριζαν το μυστικό του ότι ήταν κομμουνιστής. Κατά την διάρκεια του πολέμου ήταν αντάρτης, τον πιάσανε, και οι Γερμανοί τον κρέμασαν. Στο εβραϊκό μουσείο στο Βελιγράδι, κάποτε ανακάλυψα με έκπληξη τη διαταγή που αναφερόταν στην εκτέλεσή του.
Μια πόλη ανεκτική, σχεδόν ειδυλλιακή, αυτό ήταν το Σεράγεβο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι παρουσιάζεται μέσα από τις αναμνήσεις της μητέρας μου. Ο ιμάμης να καλεί σε προσευχή, οι καμπάνες των εκκλησιών και οι ψαλμωδίες του Σαββάτου στα Λαντίνο, ήταν η μουσική της παιδικής της ηλικίας. Άνθρωποι και των τριών θρησκειών ζούσαν εκεί μαζί, πήγαιναν στην ίδια τάξη στο σχολείο, μετά πήγαιναν μαζί στο πανεπιστήμιο, γινόντουσαν μαζί άθεοι και γραφόντουσαν σε κομμουνιστικές οργανώσεις. Το μοναδικό ίσως χαστούκι που έδωσε ποτέ η μητέρα μου, ήταν σε έναν μουσουλμάνο φοιτητή που κορόιδευε τους Εβραίους. Αργότερα όμως τα βρήκαν.
Ευτυχώς, γεννήθηκα μετά τον θάνατο του Στάλιν. Ο κομμουνισμός στο σπίτι μας είχε να κάνει με την καθημερινότητά μας, με τη συμμετοχή σε απεργίες εργατών και σε διαδηλώσεις ανέργων, με τη γιορτή της εργατικής πρωτομαγιάς, με διαδηλώσεις ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς που ίσχυε για τους Παλαιστινίους που ζούσαν ως πολίτες του κράτους του Ισραήλ, με την έντονη αντίδραση κατά των σχέσεων του τότε πρωθυπουργού Μπεν Γκουριόν με την Δυτική Γερμανία, και την απαίτηση να μην πωλούνται όπλα σε ξένες χώρες. Η αστυνομία ερχότανε στο σπίτι μας πολλές φορές, πότε για να ανακρίνει την μητέρα μου, άλλοτε για να συλλάβει τον πατέρα μου, επειδή έπαιρνε μέρος σε «παράνομες διαδηλώσεις». Τώρα πια καταλαβαίνω πόσο μας είχε συνεπάρει η σοσιαλιστική ουτοπία, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από το χάος που είχε επέλθει μετά το Ολοκαύτωμα. Το χάος αυτό ακόμα μας κυνηγάει και δεν ξέρω κατά πόσο όλες αυτές οι ουτοπίες με επηρεάζουν ακόμα.
Όταν άρχισα στην ηλικία των 13-14 χρόνων να ψάχνω πόσο με επηρεάζουν τα όσα είχε γράψει ο Μαρξ και οι άλλοι μαρξιστές, η μητέρα μου άρχισε να ξεφυλλίζει «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο» που κρατούσα στα χέρια μου. «Κοίτα», είπε δείχνοντάς μου την τελευταία πρόταση. «Κοίτα πώς τον αγνόησαν ακόμη και στο ίδιο μας το κόμμα: δημιουργείται το κόμμα, μέσα στο οποίο η ελεύθερη εξέλιξη του κάθε ατόμου, αποτελεί τον όρο της ελεύθερης εξέλιξης του συνόλου». Αυτή ακριβώς η ευαισθησία για τον άνθρωπο, αυτό το χαρμάνι, που δημιουργήθηκε μέσα μου, από πολύ νωρίς, η αποστροφή για οποιαδήποτε ιδεολογία και πρακτική που θεωρούνταν «ιδανική» ή «σωτήρια», ήταν που επηρέασαν την κατοπινή μου συμπεριφορά.
Ήμουν 5 ετών όταν ρώτησα τους γονείς μου γιατί τελικά ήρθαν στο Ισραήλ αφού ποτέ τους δεν ήταν σιωνιστές. Την απάντηση την πήρα καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα, όταν ζούσα για δύο χρόνια στο Άμστερνταμ. Εκεί αισθάνθηκα, με όλο μου το είναι, πόσο βαθύ είναι, και πόσο πολύ πονάει, το χάσμα που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη μετά το 1945, πόσο αυτή η ξένη πλέον ήπειρος απέβαλε τους Εβραίους που έζησαν σε αυτήν για εκατοντάδες χρόνια. Δεν ήταν μόνο η συνεργασία των περισσότερων με τη ψύχωση που είχε καταλάβει τη Ναζιστική Γερμανία, ούτε η αδιαφορία με την οποία δέχτηκαν την απομάκρυνση και την σταδιακή εξολόθρευση των Εβραίων, ήταν κυρίως ο απόλυτος φυσικός τρόπος με τον οποίο δέχτηκαν το κενό που δημιουργήθηκε. Σήμερα πια ξέρω ότι το κενό αυτό- οι αγαπημένοι τόποι που θα θύμιζαν για πάντα την δολοφονία των συγγενών και φίλων- ήταν που οδήγησε τους γονείς μου, μαζί με χιλιάδες άλλους που επέζησαν, να φύγουν, να επιλέξουν μια καινούργια πατρίδα με ελιές, πορτοκαλιές, φραουλιές και έναν ήλιο καυτό και λαμπερό. Εμένα μου λείπουν τα τοπία της δικής τους παιδικής ηλικίας. Εγώ γεννήθηκα μέσα στο κατακίτρινο χρώμα της Ιερουσαλήμ και στον ξερό αέρα της ερήμου. Αλλά πάντα παραμένει σφηνωμένη στη μνήμη μου η τελευταία φορά που οι γονείς μου έστριψαν το κεφάλι, για να αντικρίσουν το σπίτι που αγάπησαν και από το οποίο εκδιώχτηκαν. Η ανάμνηση αυτή ήταν που τους έκανε, όταν έφθασαν στο Ισραήλ το 1949, να αρνηθούν να κατοικήσουν σε σπίτια Παλαιστινίων προσφύγων.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Το blog που ενώνει(αναδημοσίευση)

ΕΝΑΣ Παλαιστίνιος κι ένας Ισραηλινός «γεφύρωσαν» εικονικά 60 χρόνια μίσους

Το blog που ενώνει...

Του ΜΩΥΣΗ ΛΙΤΣΗ

Σντερότ-Γάζα. Δύο πόλεις τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά στην προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων.

Ενα χιλιόμετρο χωρίζει την 20.000 κατοίκων εργατούπολη του νοτίου Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1951 ως στρατόπεδο υποδοχής Εβραίων προσφύγων, από αραβικές χώρες και τη Λωρίδα της Γάζας: τη μεγαλύτερη «ανοικτή φυλακή» του κόσμου, με 1,5 εκατομμύριο κατοίκους, τόπος συνεχών βομβαρδισμών από το Ισραήλ, οικονομικών αποκλεισμών και ανείπωτης φτώχειας, πολύ πριν από την τελευταία πράξη του δράματος.

Μια απόσταση που φαντάζει αγεφύρωτη, όπως η επί 60 χρόνια ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Κι όμως, δύο άνθρωποι αποφάσισαν να ρίξουν γέφυρα μέσω του Διαδικτύου, δημιουργώντας ένα κοινό blog, το http://gaza-sderot.blogspot.com, που άρχισε να λειτουργεί τον Ιανουάριο (εκτενές ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στην ισραηλινή εφημερίδα «Χααρέτς» -20/2/2008).

Από Γάζα και Σντερότ

Εμπνευστές του blog της ειρήνης, είναι «ο Ανθρωπος της Ειρήνης» από τη Γάζα και «ο Ανθρωπος της Ελπίδας» από τη Σντερότ.

«Το προηγούμενο βράδυ ήταν ένα από τα χειρότερα», έγραψε στις 6 Φεβρουαρίου ο Παλαιστίνιος blogger. «Εδώ και δύο ημέρες η κατάσταση χειροτερεύει στη Γάζα, όπως και στη Σντερότ».

«Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από τη Γάζα για πάρα πολύ καιρό, έτσι ήταν μια ευκαιρία να βγούμε από τη Γάζα για λίγο, να νιώσουμε ότι είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε, αν και δεν ήταν αυτό που ονειρευόμαστε, μας έδωσε ελπίδα ελευθερίας», γράφει για την πρόσφατη «μεγάλη φυγή», την έξοδο των κατοίκων της Γάζας για λίγο στην Αίγυπτο.

Με όπλο το πληκτρολόγιο

Ο ένας, ο Παλαιστίνιος, φέρεται να είναι 30 ετών, δάσκαλος έως ότου έκλεισε το σχολείο του. Ο άλλος, ο Ισραηλινός, είναι 40 ετών και εργάζεται στην υψηλή τεχνολογία. «Καθώς γυρίζαμε σπίτι, η φρικτή σειρήνα άρχισε να στριγκλίζει για τις ρουκέτες. Πέσαμε κάτω στο έδαφος... Επειτα από λίγα λεπτά, σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε, μια και είχαμε αφήσει τα παιδιά στο σπίτι», γράφει ο Ισραηλινός blogger από την άλλη πλευρά του... μετώπου.

«Δεν προσπαθούμε να φέρουμε την ειρήνη», λέει ο Ισραηλινός blogger, που συστήνεται ως Γκαλ στο δημοσιογράφο της «Χααρέτς». «Ο κόσμος φοβάται ο ένας τον άλλο εξαιτίας ενός ολόκληρου συστήματος προκαταλήψεων και στερεοτύπων και όταν συναντιούνται όλες οι προκαταλήψεις τους αλλάζουν».

«Αντίθετα με όσα δείχνουν, συνεχίζει, υπάρχουν άνθρωποι στη Σντερότ που σκέφτονται διαφορετικά, που καταλαβαίνουν ότι περισσότερη βία δεν θα σταματήσει τους Κασάμ... Στα ΜΜΕ ακούμε εμπρηστικές δηλώσεις. Δεν μπορώ να εγγυηθώ το πόσοι, αλλά το blog εκπροσωπεί ένα μεγάλο στρατόπεδο στη Σντερότ», λέει ο Ισραηλινός blogger. Η συνέχεια στο blog, http://gaza-sderot.blogspot.com.


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 28/02/2008


Copyright © 2007 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

ΙΣΡΑΗΛ ΜΙΑ ΣΚΛΗΡΗ ΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το κράτος του Ισραήλ είναι μία σκληρή ταξική κοινωνία, που καλύπτει τις κοινωνικές διαφορές πίσω από τις έντονες εθνοτικές διαμάχες και τη διαπάλη μεταξύ των Εβραίων που προέρχονται από την ανατ. Ευρώπη, γνωστοί ως Εσκεναζίμ και οι οποίοι ανήκουν στην μεσαία και ανώτερη τάξη και τους σεφαραντίμ, τους Εβραίους που προέρχονται από τα αραβικά κράτη και είναι τα φτωχότερα στρώματα. Πέραν αυτών υπάρχει και το 20% του πληθυσμού που είναι Παλαιστίνιοι που έμειναν στην επικράτεια του κράτους του Ισραήλ, μετά την ίδρυσή του το 1948. Τυπικά έχουν ίσα δικαιώματα, στη πράξη όμως είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας με μοναδικό "προνόμιο¨το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Εκτός βέβαια από τους Παλαιστινίους που είναι ισραηλινοί ηπήκοοι υπάρχουν και οι άλλοι της δυτικής όχθης και της λωρίδας της Γάζας, που ζουν σε πολύ μεγαλύτερη φτώχεια, αποκλεισμένοι και υπό κατοχή.
Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται τα τελευταία χρόνια στο Ισραήλ, καθώς έχει εγκαταλειφθεί η στοιχειώδης κοινωνική πολιτική των παλαιότερων δεκαετιών, για χάρη των ατέρμονων εξοπλισμών, που βέβαια κάθε άλλο παρά "ειρήνη" και "ασφάλεια" έχουν εξασφαλίσει στους κατοίκους του.
Ενδεικτικά της αυξανόμενης φτώχειας είναι τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στα μέσα του περασμένου μήνα, 30.000 παιδιά στο Ισραήλ ζούν κάτω από το όριο φτώχειας.
Κάπου 45.000 Ισραηλινοί βρέθηκαν κάτω από το όριο φτώχειας το 2007, συμπεριλαμβανομένων 30.000 παιδιών. Το συνολικό ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από 24,4% το 2006 σε 24,7% το 2007. Η παιδική φτώχεια αυξήθηκε από 35,2% το 206 σε 35,8% το 2007, μιλάμε συνολικά για 804.000 παιδιά! Ο αριθμός των οικογενειών που ζει στο όριο φτώχειας αυξήθηκε επίσης από 20% στο 20,5% πέρυσι, σε απόλυτο αριθμό 420.000 οικογένειες.
Η αύξηση της φτώχειας αφορά τόσο τους Εβραιους όσο και τους άραβες κατοίκους του Ισραήλ. Ο αριθμός των εβραϊκών οικογενειών που ζει κάτω από το όριο φτώχειας αυξήθηκε από 14,7% σε 15,2%, ενώ ο αριθμός των αραβικών οικογενειών που ζει κάτω από το όριο φτώχειας αυξήθηκε από 54% σε 54,8%.
Παρέθεσα τα στοιχεία αυτά όχι μόνο για ενημέρωση κάθε ενδιαφερόμενου, αλλά για τον απλούστατο λόγο, ότι, για να χρησιμοποιήσω μαρξιστική ορολογία, η άρχουσα τάξη τάϊζε πάντοτε τους πεινασμένους με εθνικισμό και σωβινισμό, ιδεολογίες περί "περιούσιων λαών" και συνεχή επιστράτευση έναντι του εξωτερικού εχθρού.
Το δυστήχημα είναι ότι αντί οι φτωχοί Ισραηλινοί να δουν ποιός τους κλέβει το ψωμί, ξεσπούν...πάνω στους ακόμη πιό δυστυχείς Παλαιστινίους, επικροτώντας τις πολιτικές μαζικής εξόντωσης που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις του Ισραήλ, γεμίζοντας υπερηφάνεια...που η ακριβοπληρωμένη πολεμική τους μηχανή εξουδετερώνει τους Κασάμ των "φτωχοδιαβόλων" με εν ψυχρώ δολοφονίες αμάχων, παιδιών κ.λ.π.

Τα στοιχεία για την φτώχεια αντλήθηκαν από ρεπορτάζ της ισραηλινής εφημερίδας "Χαάρετς"(www.haaretz.com) στις 14/02/2008.

σκοπός αυτού του blog

H συνεχιζόμενη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστινίων και όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες, με έκαναν να προσπαθήσω να μπω στον κόσμο των bloggers και να προσπαθήσω μέσα από τις σελίδες αυτές να δείξω στη δημοσιότητα κάποιες διαφορετικές απόψεις γύρω από το ζήτημα.
Εχω ζήσει και σπουδάσει στο Ισραήλ, γνωρίζω καλά εβραϊκά, "εβραϊκής καταγωγής", το βάζω σε εισαγωγιά γιατί δεν αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους Ελληνες. Το γεγονός ωστόσο ότι όσα διαπράττει το Ισραήλ γίνονται στο όνομα του "εβραϊκού λαού" και η προσωπική ανάγκη να δώση βήμα έκφρασης στις διαφορετικές φωνές που αγωνιούν και αγωνίζονται κόντρα στον παραλογισμό για την προσέγγιση και την ειρήνευση μεταξύ των δύο λαών, που έχουν εμπλακεί σε μία από τις πιό εφιαλτικές συγκρούσεις των τελευταίων 50-60 ετών, με έσπρωξαν στο να επιχειρήσω και εγώ τις δυνατότητες αυτού του νέου μέσου επικοινωνίας.
Στις σελίδες αυτού του blog εκτός από τις προσωπικές απόψεις στο θέμα, τα σχόλια μου, θα μπορείτε να βρείτε απόψεις από εφημερίδες, ιστοσελίδες κ.λ.π. πάνω στο ζήτημα, στην κατεύθυνση πάντα της προσπάθειας προσέγγισης, ειδήσεις που βλέπουν ελάχιστα ή και καθόλου το φως της δημοσιότητας, ελπίζοντας ότι η δημοσίευσή τους και μόνο μπορεί να συμβάλλει έστω και λίγο στο να δωθεί τέλος στην παράνοια του πολέμου, στο Ισραήλ, την Παλαιστίνη και οπουδήποτε αλλού.

δοκιμή

δοκιμαστικό χρήσης