Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Φτώχεια η άλλη εικόνα του Ισραήλ

Παρά τα οικονομικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος όσον αφορά το κράτος του Ισραήλ. Η φτώχεια αυξάνεται, όπως δείχνουν τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία και προτιμά τους Άραβες και τους υπέρ-ορθόδοξους Εβραίους.
Το 2009 προστέθηκαν στο Ισραήλ άλλες 15.000 οικογένειες που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας, ανεβάζοντας συνολικά τον αριθμό των φτωχών οικογενειών σε 435.000, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται 850.300 παιδιά από 783.600 που ζούσαν κάτω από το όριο φτώχειας το 2008.
Συνολικά 1.774.800 Ισραηλινοί πολίτες ζουν κάτω από τα όρια φτώχειας σε σχέση με 1.651.300 το 2008.
Σε ποσοστά ο αριθμός των φτωχών οικογενειών αυξήθηκε από 19,9% το 2008 σε 25% πέρυσι. Ο αριθμός των φτωχών κατοίκων αυξήθηκε από 23,7% σε 25%, ενώ αύξηση από 34% το 2008 σε 36,5% το 2009 παρουσίασε και ο αριθμός των φτωχών παιδιών.
Το μεγαλύτερος μέρος των φτωχών κατοικεί στο βορρά(32,3%) και ακολουθεί ο νότος με 23,6%. Στην περιοχή της Ιερουσαλήμ το ποσοστό των φτωχών Εβραίων μειώθηκε στο 22,7%, ενώ αυτό των Αράβων εκτινάχθηκε στο 72%! Στο Τελ Αβίβ και το κεντρικό Ισραήλ το ποσοστό της φτώχειας ανέρχεται σε μόλις 13%.

Πηγές:

http://www.haaretz.com/news/national/report-reveals-poverty-is-on-the-rise-in-israel-1.323582

http://www.jpost.com/Israel/Article.aspx?id=194460

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Το Ισραήλ χρειάζεται μία επανάσταση της αριστεράς για να σταματήσει το φασισμό


Μία σοσιαλδημοκρατική επανάσταση της αριστεράς είναι απαραίτητη συνθήκη για να σταματήσει η εποχή του φασισμού που εκφράζεται με τον όρκο πίστης σε ένα «Εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος».

Του Daniel Gutwein*

Αφήνοντας τον φασισμό του δρόμου να εισέλθει στις αίθουσες της κυβέρνησης είναι ένας από τους τρόπους που η δεξιά αντιμετωπίζει τις αλλαγές που δείχνουν το πώς η κατοχή επηρεάζει την ισραηλινή κοινωνία. Η τροποποίηση στον Νόμο περί Υπηκοότητας που ενσωματώνει τον όρκο πίστης σε ένα «Εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος» είναι ένα δείγμα.
Ο σκοπός της τροποποίησης είναι ξεκάθαρος, παραδόξως, από την αντίδραση η οποία προέρχεται από αυτούς που βλέπουν το Ισραήλ σήμερα ως ήδη εβραϊκό και δημοκρατικό: Ο Νταν Μεριντόρ(σ.σ. πολιτικός της δεξιάς) θεωρεί την τροποποίηση μη αναγκαία πρόκληση προς τους άραβες πολίτες και ο Ισαάκ Χέρτσογκ(σ.σ. πρώην πρόεδρος του Ισραήλ) την χαρακτηρίζει ως φασισμό. Ως τέτοια, αυτοί που αντιδρούν στην τροποποίηση υποστηρίζουν, ότι σκοπεύει να καθησυχάσει τους εξτρεμιστές εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Φαίνεται ωστόσο, ότι η τροποποίηση απευθύνεται στους ψηφοφόρους της δεξιάς, ιδίως αυτούς τους οποίους η κυβερνητική οικονομική πολιτική πλήττει την κοινωνική τους ασφάλεια.
Από το 1977(σ.σ. χρονολογία ορόσημο γιατί ηττήθηκαν για πρώτη φορά οι Εργατικοί και ανέλαβε την εξουσία το δεξιό κόμμα Λικούντ), η κατοχή χρησιμοποιήθηκε από την δεξιά ως μηχανισμός με τον οποίο αποζημιώνει τα θύματα της ιδιωτικοποίησης: Οι στεγαστικές και γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές χορηγήθηκαν στους οικισμούς των κατεχομένων εδαφών αντικαθιστώντας το κράτος πρόνοιας.
Η πολιτική της ιδιωτικοποίησης μπορεί να ήταν κοινή επιχείρηση της αριστεράς και της δεξιάς, αλλά τα θύματα της τείνουν να ευνοούν τη δεξιά, γιατί ταυτίζεται με τη συνέχιση της κατοχής και το σύστημα των αποζημιώσεων και επειδή απεχθάνεται την αριστερά για την νεοφιλελεύθερη ειρήνη που αυτή προσφέρει, χωρίς να νοιάζεται ότι ο τερματισμός της κατοχής και η κατάργηση του συστήματος αυτού θα τους μετατρέψει σε οικονομικά «θύματα της ειρήνης».
Παρόλα αυτά στη δεύτερη θητεία του Μπέντζαμιν Νετανιάου ως πρωθυπουργού, τέτοιου είδους αποζημιώσεις χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ανειδίκευτοι Εβραίοι εργάτες αντικαθίσταται από τους ξένους εργάτες, ενώ το πάγωμα των οικισμών κατέστρεψε την πιο σπουδαία προσφορά των οικισμών-την κατοικία.
Παράλληλα με την μείωση των πλεονεκτημάτων αυτών, μερικοί από τη δεξιά πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την μετατροπή του φασισμού από διάσπαρτο, απομονωμένο «ζιζάνιο» σε επίσημη πολιτική. Η αλλαγή στον όρκο πίστης καθιστά την υπηκοότητα να εξαρτάται από τη νομιμότητα. Η αφαίρεση υπηκοότητας και η προσβολή κατά των ξένων εργατών προωθήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών του Νετανιάου τον Αβιγκντόρ Λίμπερμαν και τον υπουργό Εσωτερικών Έλι Γισάι με στόχο να αυξηθεί το τίμημα της υπηκοότητας για να χρησιμεύσει ως αντίδοτο στα πλεονεκτήματα που έδινε κάποτε η κατοχή.
Με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων ολοκληρώνει την επιχείρησή του: με την μετατροπή των κοινωνικών υπηρεσιών από δικαίωμα των πολιτών σε εμπόρευμα το οποίο αποκτάται με την εμπορευματοποίηση της ίδιας της υπηκοότητας. Η κατοχή η οποία εξελίσσεται σε απελπισία καθώς η χρησιμότητά της συρρικνώνεται, μετατρέπεται σε φασισμό. Και είναι φασισμός, η συνέχιση της κατοχής με άλλα μέσα και ως τέτοια εισάγει την λογική της κατοχής μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή, υπό το φως του αυξανόμενου κοινωνικού χάσματος που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση, ο φασισμός μετατρέπεται σε εσωτερικό ισραηλινό μηχανισμό αποζημίωσης, μέσω του οποίου το καθεστώς ενισχύει την παρουσία του στην κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό, καθώς ο φασισμός κληρονομεί τον ρόλο της κατοχής ως μηχανισμό αποζημίωσης, η κατοχή αλλάζει την λειτουργία της και μετατρέπεται σε δικαιολογία για την επικράτηση του φασισμού.
Η μάχη κατά του φασισμού και της κατοχής απαιτεί την αντιμετώπιση του φόβου και του μίσους που σπείρει το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων και την αντικατάστασή του από ένα κράτος πρόνοιας που θα μπορεί να εμπνεύσει ξανά την κοινωνικό-οικονομική εμπιστοσύνη.
Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος της αριστεράς. Μία σοσιαλδημοκρατική επανάσταση στην αριστερά είναι ως εκ τούτου αναγκαία συνθήκη για να σταματήσουμε το φασισμό.

*Ο αρθρογράφος διδάσκει οικονομική και κοινωνική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χαάρετς» στις 09/11/2010






Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Tι συνέβη στην ισραηλινή αριστερά;




Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Μπαρ Ιλάν στο Ισραήλ, ο Μέναχεμ Κλάιν μετείχε πρόσφατα στην Αθήνα σε μια διάλεξη που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ, με θέμα τις προοπτικές της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης με αφορμή την πρόσφατη πρωτοβουλία Ομπάμα. Με αυτή την ευκαιρία ο καθηγητής Κλάιν ανέλυσε στην "Αυγή" της Κυριακής τη σημερινή κατάσταση του Ισραήλ - "μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται γοργά".

Συνέντευξη στην Ελένη Τσερεζόλε *





* Τι συνέβη στην ισραηλινή αριστερά;



Έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Έχει καταρρεύσει. Υπάρχουν πλέον ελάχιστα άτομα στο στρατόπεδο της ειρήνης και επίσης ελάχιστη είναι και η στήριξη της ισραηλινής κοινής γνώμης. Το γιατί αυτής της κατάστασης είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους. Οι ειρηνιστές ακτιβιστές έχουν την τάση να ρίχνουν το φταίξιμο στον Γιεχούντ Μπαράκ, ισχυριζόμενοι ότι παραπλάνησε την ισραηλινή κοινή γνώμη, υποστηρίζοντας ότι, ενώ εκείνος έκανε προτάσεις, οι Παλαιστίνιοι τις απέρριψαν, κ.ο.κ. Προσωπικά δέχομαι την εξήγηση αυτή, αλλά και πάλι η ισραηλινή αριστερά εξακολουθεί να μην καταφέρνει να πείσει την πλειοψηφία των Ισραηλινών.

Κάτι δεν πάει καλά με την επιχειρηματολογία της, που αρνείται να αναγνωρίσει τη στροφή της ισραηλινοπαλαιστινιακής διαμάχης από το 2000, τις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί και συνεχίζει να επιχειρηματολογεί σαν να βρισκόμασταν ακόμη στο πλαίσιο των συμφωνιών του Όσλο. Η ισραηλινή κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι αυτό που της παρουσιάζει η ισραηλινή αριστερά είναι λάθος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα κι έτσι δεν το πιστεύει.

Καταρχήν η ισραηλινή αριστερά θα πρέπει να αναθεωρήσει τις κλασικές της απόψεις, να κάνει έναν έντιμο απολογισμό των αλλαγών που έχουν γίνει από το 2000 στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη και μετά να παρουσιάσει επικαιροποιημένες λύσεις ή στρατηγική για την κρίση. Δεν βλέπω την ισραηλινή αριστερά να μπορεί να κερδίσει την εξουσία, να αποσπάσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης. Αλλά σίγουρα μπορεί να προσφέρει μια πολιτική που αργότερα θα απορροφηθεί και θα εφαρμοστεί από το κέντρο και την κεντροδεξιά.



* Την ίδια στιγμή πάντως παρατηρείται μια συντηρητικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας, με την άνοδο της επίδρασης των ορθόδοξων εβραίων. Πρόκειται άραγε για μια επίδραση των εβραϊκών οικισμών;



Έχετε δίκιο σε ό,τι αφορά τη ριζοσπαστικοποίηση προς τα δεξιά της ισραηλινής κοινωνίας. Θα σας έλεγα μάλιστα ότι νεοσυντηρητικοί υπάρχουν και στην Ιερουσαλήμ! Όταν βλέπουμε τις αλλαγές στις ΗΠΑ, την εκλογή Ομπάμα, εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Στο Ισραήλ οι νεοσυντηρητικοί ηγούνται όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και της κοινωνίας. Και αυτό είναι ένας συνδυασμός που παρατηρείται κι αλλού, των συντηρητικών με τους ορθόδοξους εβραίους. Παρατηρώ επίσης και σημάδια αυξανόμενου εθνοκεντρισμού ενώ παράλληλα το Ισραήλ χάνει τη δημοκρατική του αξιοπιστία. Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα χωρίς κάποια διαμαρτυρία στο εσωτερικό του Ισραήλ.

Η ισραηλινή κοινωνία λοιπόν αλλάζει στην κατεύθυνση αυξανόμενου εθνοκεντρισμού. Στο Ισραήλ δεν ζούμε στη δεκαετία του 1990 με την παγκοσμιοποίηση, έχουμε κλειδωθεί στο εθνοτικό μας κράτος, κλείνουμε τα μάτια μας και ορθώνουμε τείχος μεταξύ μας και του υπόλοιπου κόσμου. Αν θέλετε να καταλάβατε την εικόνα του Ισραήλ, δεν έχετε παρά να πάτε σε οποιοδήποτε αεροδρόμιο, όπου πετάει η Ελ Αλ: δείτε πώς είναι οργανωμένες οι εγκαταστάσεις της και θα αντιληφθείτε πώς είναι το κράτος του Ισραήλ. Υπάρχουν τείχη, αξιωματικοί ασφαλείας, διπλός και τριπλός έλεγχος των επιβατών, δημιουργία προβλημάτων για τους μη Ισραηλινούς κ.ά.



* Είναι δηλαδή το Ισραήλ σαν ένα νησί που απομακρύνεται από τον υπόλοιπο κόσμο επιβάλλοντας τους δικούς του κανόνες;



Ναι, ναι. Και ο κόσμος το δέχεται αυτό. Κάντε μια μικρή έρευνα στα αεροδρόμια. Θα δείτε ότι υφίσταται παντού στενή συνεργασία μεταξύ των Ισραηλινών αξιωματούχων ασφαλείας και των ντόπιων, και μάλιστα επί του εδάφους κυρίαρχων κρατών! Η ισραηλινή ασφάλεια ενεργεί επί ξένων εδαφών παραβιάζοντας συχνά γραμμές με τρόπο που δεν θα έκανε καμία άλλη ξένη χώρα.



* Έχετε γράψει ότι η ισραηλινο-παλαιστινιακή διαφορά δεν έχει πλέον να κάνει με σύνορα, αλλά με την εθνότητα. Τι εννοείτε;



Πρόκειται για ένα πολύ βασικό επιχείρημα, γιατί, αν το αναγνωρίσει κανείς, αυτό συνεπάγεται ορθή κατανόηση της σημερινής κατάστασης. Την περίοδο των συμφωνιών του Όσλο η σύγκρουση είχε ήδη την τάση της διεύρυνσής της. Από το 2000 έχουμε επιστρέψει σε μια εθνοτική διαφορά, στην οποία βρισκόμασταν πριν από το Όσλο, αλλά σε χειρότερο πλαίσιο: το Ισραήλ ελέγχει πλέον ντε φάκτο συνολικά την περιοχή από τον Ιορδάνη έως τη Μεσόγειο. Υπάρχει μόνο μια δύναμη και άρα έχουμε ένα καθεστώς, αυτό του Ισραήλ, που μάλιστα δεν είναι δημοκρατικό, αλλά εθνοτικό και με έμφαση στην ασφάλεια που καταπιέζει τη μειονότητα. Αυτό ακριβώς το καθεστώς η διεθνής κοινότητα και η ισραηλινή αριστερά θα πρέπει να το αναγνωρίσουν.

Το πρόβλημα δεν είναι το πώς θα πάμε από τη συνοριακή διαφορά στη λύση των δύο κρατών - αυτό μπορεί να ίσχυε κάποτε. Η πρόκληση σήμερα είναι το πώς θα μετακινηθούμε από αυτό το καθεστώς των διακρίσεων, το εθνοτικό καθεστώς, στη λύση των δύο κρατών. Κανείς στην ισραηλινή αριστερά ή στην Ουάσιγκτον ή αλλού δεν ανταποκρίνεται στην πρόκληση αυτή και δεν οικοδομεί διαφορετικές πολιτικές για τη διευκόλυνση αυτής της μετάβασης.

Έτσι οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία ακολουθεί την προηγούμενη κατάσταση, εκείνη των συμφωνιών του Όσλο, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Και το βλέπουμε με τη σημερινή κρίση! Ακόμη κι αν βρεθεί κάποιος συμβιβασμός και ο Αμπάς με τον Νετανιάχου συμφωνήσουν, έστω και περισσότερο προς την κατεύθυνση του δεύτερου, δεν θα αργήσει η επόμενη κρίση.

Κι εγώ βλέπω τον Αμπάς να φθάνει στο τέλος της πολιτικής του καριέρας. Οι Αμερικανοί τον σπρώχνουν όλο και πιο πολύ προς αυτη την κατεύθυνση. Μπορεί σε έναν χρόνο ή σε μια εβδομάδα, αλλά αυτό θα συμβεί. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές απέναντί του και ο ίδιος έχει κουραστεί. Εκτός κι αν συμβεί κάτι το δραματικό που θα αναγκάσει το Ισραήλ να αλλάξει την πολιτική του...



* Τι είδους δραματική εξέλιξη δηλαδή;



Το τέλος του σημερινού καθεστώτος που συνεργάζεται με το Ισραήλ. Ο Αμπάς και ο Φαγιάντ είναι σήμερα υπεργολάβοι του Ισραήλ! Βοηθούν το Ισραήλ να ισχυρίζεται ότι δεν είναι κατακτητική δύναμη, ότι υπάρχει αυτονομία... Και αυτή η δραματική εξέλιξη για την οποία σας μίλησα μπορεί να είναι μια μη στρατιωτικοποιημένη Ιντιφάντα, μια παραίτηση Αμπάς, εκλογές... Ένα καταλυτικό γεγονός που θα δημιουργήσει χώρο για την ανάδειξη παλαιστινιακού κράτους.

Σήμερα δεν υπάρχει χώρος για ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος: το Ισραήλ κατέχει όλο τον χώρο. Και με τη λέξη “χώρος” δεν εννοώ μόνο τον γεωγραφικό αλλά και τον πολιτικό χώρο, που δεν επιτρέπει την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Η σημερινή κατάσταση επιτρέπει μόνο μια πολύ περιορισμένη παλαιστινιακή αυτονομία και επιτρέπει στο Ισραήλ να ισχυρίζεται ότι δεν ποδηγετεί τους Παλαιστινίους και επιτρέπει επίσης στην Ε.Ε. να έχει ήσυχο το κεφάλι της γιατί το Ισραήλ συγκρατεί αυτό που θεωρεί ως ριζοσπαστικό Ισλάμ, γι' αυτό και είναι πρόθυμη να επενδύει όλο και περισσότερα χρήματα σε αυτό το βαρέλι δίχως πάτο, που είναι η Παλαιστινιακή Αρχή, όταν την ίδια στιγμή το Ισραήλ καταστρέφει, με τις εισβολές του, υποδομές που έχει χρηματοδοτήσει η Ευρώπη. Γι' αυτό και το Ισραήλ διαπράττει τεράστια λάθη, όπως η εισβολή στη Γάζα ή η επίθεση στον στολίσκο... Αλλά αυτή η κατάσταση δεν θα διαρκέσει αιωνίως. Κάποια στιγμή οι κατακτημένοι θα πουν “φθάνει πια”.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή στις 07/11/2010

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=579817

Ενδιαφέρουσα Ανάλυση στη Monde diplomatique για Παλαιστινιακό

Ένα ενδιαφέρον δημοσίευμα στην "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" από την Monde diplomatique για το Μεσανατολικό



ΟΛΑ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΠΑΡΑΤΕΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ

Ενα κράτος για «δύο όνειρα» στην Παλαιστίνη
Από την «ειρήνη των γενναίων» στην... «ανακωχή των μετρίων»

Του ALAIN GRESH*

Οι ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις δεν προσκρούουν μόνο στη συνέχιση του εποικισμού αλλά και στις ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις των δύο πλευρών για την Ιερουσαλήμ, τους πρόσφυγες, τα σύνορα, τα ύδατα. Αυτό το αδιέξοδο οδηγεί έναν ορισμένο αριθμό αξιωματούχων -ανάμεσά τους και Ισραηλινοί- να εκθειάζουν τη δημιουργία ενός μόνο κράτους, από τη Μεσόγειο ώς τον Ιορδάνη.

Η Χαμάς παραμένει στο περιθώριο της συζήτησης, αρκούμενη να αποδέχεται τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στην Δυτική Οχθη και στη Γάζα και να υπόσχεται μια μακροχρόνια εκεχειρία με το Ισραήλ. Μέχρι τότε όμως...
«Ο μικρότερος κίνδυνος, το μικρότερο κακό, θα ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου κράτους με ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες του» δηλώνει ο πρόεδρος της Βουλής. Φυσιογνωμία της πολιτικής ζωής, ένας πρώην υπουργός πλειοδοτεί: δεν υπάρχει πλέον άλλη επιλογή πέρα από την ανακήρυξη ενός μόνο κράτους σε ολόκληρο το ιστορικό έδαφος της Παλαιστίνης, από τη Μεσόγειο ως τον Ιορδάνη. Μια νεαρή βουλευτίνα με αρκετά εδραιωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις υποστηρίζει τα ίδια συμπεράσματα. Πρόκειται, άραγε, για τρεις παλαιστινιακές προσωπικότητες; Τρία μέλη της ισλαμιστικής οργάνωσης Χαμάς; Τρεις ευρωπαίους αντισιωνιστές; Οχι: αυτή η άποψη διατυπώνεται από τρία εξέχοντα μέλη της ισραηλινής δεξιάς.

Ο πρώτος είναι ο Ρέουβεν Ρίβλιν, ο οποίος απορρίπτει την ιδέα της αραβικής δημογραφικής απειλής και παρατηρεί ότι αυτός ο τρόπος σκέψης «παραπέμπει στη μεταφορά πληθυσμών ή στο γεγονός ότι έπρεπε να σκοτώσουμε τους Αραβες. Τρομοκρατούμαι με αυτά τα λόγια. Πηγαίνω στα σχολεία όπου κατά τη διάρκεια προσομοιώσεων εκλογών, ο Λίμπερμαν (ο υπουργός Εξωτερικών, επικεφαλής του κόμματος της άκρας δεξιάς "Ισραέλ Μπεϊτένου") εξασφαλίζει το 40% των ψήφων και ακούω παιδιά να λένε ότι πρέπει να σκοτώσουμε Αραβες (...) Συμπεριφορές τέτοιου είδους δημιουργήθηκαν από τη συγκαταβατική θέση των σοσιαλιστών (του Εργατικού Κόμματος), οι οποίοι δηλώνουν: "Εμείς (οι Εβραίοι) εδώ και αυτοί (οι Αραβες ) εκεί". Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Οταν ο Γιαμποτίνσκι (1) έλεγε: "Η Σιών μάς ανήκει", ήθελε να πει "ένας εβραίος πρόεδρος της κυβέρνησης και ένας άραβας αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (2)"».

Ο δεύτερος υπερασπιστής της σύστασης ενιαίου κράτους είναι ο Μοσέ Αρενς, ο οποίος διακρίθηκε ως υπουργός Αμυνας και υπουργός Εξωτερικών στη δεκαετία του '80. Πολιτικός νονός του Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει χαρακτηριστεί «γεράκι» και εξέφρασε τη γνώμη του σε άρθρο στην εφημερίδα «Haaretz»: «Τι θα συνέβαινε αν η ισραηλινή κυριαρχία εφαρμοζόταν στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και αν προσφέραμε στον παλαιστινιακό πληθυσμό την ισραηλινή ιθαγένεια; Αυτοί που, στο Ισραήλ και στο εξωτερικό, θεωρούν την κατοχή αβάσταχτο δεινό θα ανακουφίζονταν από μια αλλαγή που θα απελευθέρωνε το Ισραήλ από αυτό το φορτίο (3)».

Αλλά πώς να ενσωματωθεί αυτός ο πληθυσμός; Το Ισραήλ, απαντά ο ίδιος, περιλαμβάνει ήδη αρκετές μειονότητες, όπως τους Δρούζους και τους Τσερκέζους. Οσο για τους άραβες μουσουλμάνους, οι δυσκολίες τους να ενσωματωθούν «οφείλονται στις διαδοχικές ισραηλινές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα». Κατά τη γνώμη του, αυτό είναι το πρώτο καθήκον στο οποίο πρέπει να αφοσιωθούμε.

Η τρίτη προσωπικότητα που αμφισβητεί την ισραηλινή συναίνεση είναι η Τζίπι Χοτοβέλι, το νεότερο μέλος της Βουλής, ένα ανερχόμενο αστέρι του Λικούντ, όπου εντάχθηκε με την προσωπική παραίνεση του Νετανιάχου. Αντίθετη στην απαγκίστρωση από τη Γάζα το 2005, ισχυρίζεται ότι αυτή απέδειξε την αποτυχία κάθε ιδέας περί αποχώρησης. Επιπλέον, είναι προσηλωμένη στη διατήρηση των οικισμών: «Οι Εβραίοι έζησαν στη Χεβρώνα, στο Μπέιτ Ελ. Είναι βιβλικές τοποθεσίες. Από τη Χεβρώνα, ο βασιλιάς Δαβίδ άρχισε να οικοδομεί το βασίλειό του. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να τις εγκαταλείψουμε, αλλιώς τι νόημα έχει ο σιωνισμός; Ο σιωνισμός είναι η επιστροφή στη Σιών, η επιστροφή στην Ιερουσαλήμ, η επιστροφή σε όλους αυτούς τους ιστορικούς τόπους. Πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε την ειρηνευτική διαδικασία χωρίς να ξεριζώσουμε τους κατοίκους των οικισμών (4)». Αρα, η μόνη δυνατότητα που υπάρχει είναι η επέκταση του ισραηλινού νόμου σε ολόκληρη τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και η παραχώρηση της υπηκοότητας και του δικαιώματος ψήφου στους Παλαιστίνιους. Με δυο λόγια, ένα ενιαίο κράτος, το οποίο, για την ίδια, όπως και για τον Ρίβλιν ή τον Αρενς, δεν μπορεί να είναι παρά ένα «εβραϊκό κράτος».

Οι προτάσεις αυτές τείνουν να λύσουν μία από τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της φιλελεύθερης πτέρυγας -με την πολιτική έννοια του όρου- της ισραηλινής δεξιάς: πώς να συμβιβαστεί η διεκδίκησή της για κυριαρχία στο σύνολο «της Ιουδαίας και της Σαμάρειας» (δηλαδή της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη) με τις δημοκρατικές αρχές; Πώς να αποφευχθεί η εγκαθίδρυση ενός συστήματος απαρτχάιντ μέσα στο οποίο οι Παλαιστίνιοι θα στερούνταν τα πολιτικά δικαιώματά τους;

Ηδη ο Μεναχέμ Μπέγκιν, που οδήγησε πρώτη φορά τη δεξιά στη νίκη το 1977, είχε προσπαθήσει να λύσει αυτό το δίλημμα. Κατά την υποδοχή του αιγύπτιου προέδρου Ανουάρ ελ Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ, τον Νοέμβριο του 1977, είχε προτείνει ένα σχέδιο που περιέγραφε την αντίληψή του για την παλαιστινιακή αυτονομία και πρόσφερε την επιλογή στους κατοίκους της Δυτικής Οχθης και της Γάζας ανάμεσα στην ισραηλινή και την ιορδανική υπηκοότητα, και συνεπώς το δικαίωμα της ψήφου για ένα από τα δύο κοινοβούλια.

Την ιδέα αυτή εγκατέλειψαν γρήγορα, γιατί προσέκρουε σε ένα εμπόδιο το οποίο ακόμη και σήμερα καμία από τις τρεις προσωπικότητες που προαναφέρθηκαν δεν καταφέρνει να ξεπεράσει: πώς να συμβιβαστεί η διεκδίκηση ενός εβραϊκού κράτους με την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στους Παλαιστίνιους; Ο Αρενς ισχυρίζεται ότι δεν θα αντιπροσωπεύουν παρά μόνο το 30% του συνολικού πληθυσμού, αλλά υποτιμά τον αριθμό των κατοίκων της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη και «ξεχνάει» τη Γάζα. Πώς όμως θα μπορούσε ένα τέτοιο σχέδιο να αλυσοδέσει τον παλαιστινιακό πληθυσμό στο μοιραίο επίπεδο του 50%; Ακόμα και με το 40%, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί χωρίς τη στήριξη ενός τμήματος των Παλαιστινίων -είναι αυτονόητο πως δύσκολα θα υποστήριζαν την κυβέρνηση ενός «εβραϊκού κράτους».

Οποια κι αν είναι τα όρια και οι αντιφάσεις, αυτές οι εικονοκλαστικές θέσεις αντανακλούν τη γενική απαισιοδοξία που συνοδεύει το αδιέξοδο της «ειρηνευτικής διαδικασίας», η οποία διατηρείται εδώ και χρόνια με τεχνητή υποστήριξη. Παρά την επανάληψη των ισραηλινο-παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, ελάχιστοι σχολιαστές στοιχηματίζουν στις πιθανότητες να ξαναζωντανέψει ο ετοιμοθάνατος. Η αποθάρρυνση έχει επεκταθεί και αγγίζει κατά πρώτο λόγο τους αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν εμπλακεί εδώ και δεκαετίες στο ζήτημα αυτό.

ΕΚΤΟΣ ΑΤΖΕΝΤΑΣ

Ανάμεσα στο 1988 και το 2003, ο Ααρόν Ντέιβιντ Μίλερ υπηρέτησε ως σύμβουλος έξι διαδοχικών υπουργών Εξωτερικών, κάτω από τρεις προεδρίες. Ελαβε μέρος σε όλες τις διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις, δημόσιες ή μυστικές. Σε ένα άρθρο του που έκανε πάταγο και του οποίου ο τίτλος συνοψίζει τη σκέψη του, «Η ψεύτικη θρησκεία της ειρήνης στη Μέση Ανατολή και πώς έγινα μη πιστός (5)», εξηγεί ότι η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση δεν κατέχει πλέον κεντρική θέση στην ατζέντα της Ουάσιγκτον: άλλα μέτωπα, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν ή το Πακιστάν, και κυρίως η αντιπαράθεση με το Ιράν, αποσπούν την προσοχή της, και ακόμη και μία μεγάλη δύναμη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να κάνει τα πάντα ταυτοχρόνως, ιδιαίτερα σε αυτούς τους καιρούς της κρίσης.

«Οι πιστοί πρέπει να επανεξετάσουν την πίστη τους, καθώς η επέκταση της ηγεμονίας της Αμερικής σε ολόκληρο τον κόσμο ξεπερνάει τις δυνατότητές της» γράφει ο Μίλερ. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κάνουν αυτό που μπορούν, να εργαστούν μαζί με τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους για να διαπραγματευθούν τα κεντρικά ζητήματα του τελικού καθεστώτος (...), να βοηθήσουν τους Παλαιστίνιους να αναπτύξουν τους θεσμούς τους, να παροτρύνουν τους Ισραηλινούς να βοηθήσουν τους Παλαιστίνιους επιτρέποντάς τους να αναπνέουν οικονομικά, να επεκτείνουν την εξουσία τους και να διατηρήσουν την ηρεμία στη Γάζα (...) Αλλά, η Αμερική πρέπει να έχει συνείδηση αυτού που δεν μπορεί να κάνει, καθώς και αυτού που μπορεί να κάνει».

Ενας άλλος παράγοντας με επιρροή, ο Ρόμπερτ Μάλεϊ, που έλαβε μέρος ως σύμβουλος του προέδρου Μπιλ Κλίντον στις διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ (Ιούλιος 2000), καταλήγει επίσης, από την εμπειρία του, σε απαισιόδοξα συμπεράσματα και αναπτύσσει μια ριζική κριτική της λύσης ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ: «Αυτή η ιδέα δεν ανταποκρίνεται στα προβλήματα που ισχυρίζεται ότι λύνει. Υπόσχεται να κλείσει μια σύγκρουση που γεννήθηκε το 1948 και αναμφίβολα και πριν από το 1948, αλλά δεν ασχολείται παρά μόνο με προβλήματα που εμφανίστηκαν το 1967. Το να τεθεί τέλος στην κατοχή παλαιστινιακών εδαφών είναι ουσιαστικό (...), αλλά οι ρίζες της σύγκρουσης είναι πολύ πιο βαθιές: για τους Ισραηλινούς, πρόκειται για την παλαιστινιακή άρνηση να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα του εβραϊκού κράτους. Για τους Παλαιστίνιους, πρόκειται για την ισραηλινή ευθύνη στην απώλεια της γης τους και τη διασπορά που συνόδευσε τη γέννηση του Ισραήλ (6)». Η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους και η συζήτηση για το ποσοστό του εδάφους που θα πάρει ο καθένας, δεν θα κατασιγάσουν «τα πιο βαθιά και τα πιο αρχέγονα αισθήματα, τις νοσταλγίες και τις πίκρες».

Ο Μάλεϊ, απορρίπτοντας τη λύση του ενός κράτους, προσχωρεί, όπως αρκετοί αμερικανοί, στην ιδέα μιας «προσωρινής μακροπρόθεσμης λύσης», της οποίας το πλαίσιο ποικίλλει, αλλά επιτρέπει να μετατεθούν για αργότερα (για πότε;) τα πιο ευαίσθητα ζητήματα, όπως της Ιερουσαλήμ ή των προσφύγων.

Ο Ρότζερ Κόεν, αρθρογράφος κύρους στους «New York Times», συνόψισε με τα παρακάτω λόγια αυτή την άποψη (7): «Ο Ομπάμα, ο οποίος πήρε ήδη το βραβείο Νόμπελ, πρέπει να μειώσει τις προσδοκίες, να σταματήσει να μιλάει για ειρήνη, να απαγορεύσει τη λέξη, να αρχίσει να μιλάει για ύφεση. Αυτό είναι που θέλει ο Λίμπερμαν, αυτό είναι που λέει ότι θέλει η Χαμάς, αυτό είναι το νόημα των υπεκφυγών του Νετανιάχου. Δεν είναι αυτό που θέλει ο Αμπάς, αλλά αυτός είναι αδύναμος. Οπως μου είπε ένας ισραηλινός ειδικός της πολιτικής επιστήμης, ο Σλόμο Αβινερί, "ένα μη βίαιο status quo είναι κάθε άλλο παρά ικανοποιητικό, αλλά δεν είναι καθόλου κακό. Η Κύπρος δεν είναι και τόσο κακή περίπτωση" (...) Η ειρήνη των γενναίων πρέπει να αντικατασταθεί από μια ανακωχή των μετρίων».

ΨΕΥΔΗΣ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ

Αυτή η απαισιοδοξία τρέφεται από την ψευδή συμμετρία που σημαδεύει από το 1993 τη δράση των μεγάλων δυνάμεων: δύο λαοί ζουν πάνω σ' αυτή τη γη και πρέπει να καταλήξουν σε μια συμφωνία, κάτι που προϋποθέτει «καλή θέληση» και την απομόνωση των εξτρεμιστών και «των δύο πλευρών». Είναι μια θέση που συγκαλύπτει τις ιδιαίτερες ευθύνες του κατακτητή, βάζοντάς τες στο ίδιο επίπεδο με του κατεχόμενου, και επίσης αγνοεί ότι όλες οι ισραηλινές κυβερνήσεις συνέχισαν την πολιτική της κατάκτησης εδαφών, ακόμη και μετά τις συμφωνίες του Οσλο: από τη στιγμή της υπογραφής τους, το 1993, μέχρι και σήμερα, ο αριθμός των εποίκων πέρασε από τις εκατό χιλιάδες στις τριακόσιες χιλιάδες, χωρίς να υπολογίσουμε τις διακόσιες χιλιάδες που έχουν εγκατασταθεί στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Παράλληλα, «η προσθήκη εδαφών που βρίσκονται στα δυτικά του διαχωριστικού τείχους, εδαφών που κατέχονται από τους επίσημους και τους "άγριους" οικισμούς, των εδαφών που χρησιμοποιούνται από τις παρακαμπτήριες οδούς και των κλειστών στρατιωτικών ζωνών της κοιλάδας του Ιορδάνη, που οι ισραηλινές αρχές εννοούν να διατηρήσουν σε κάθε περίπτωση (8)», όλα αυτά αντιπροσωπεύουν το 45% του εδάφους της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη. Τα ισραηλινά πολιτικά κόμματα, της δεξιάς όπως και της αριστεράς, απορρίπτουν ατιμωρητί τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και τη διεθνή νομιμότητα.

Τον Σεπτέμβριο του 2000, η έναρξη της δεύτερης Ιντιφάντας επέτρεψε στον τότε πρωθυπουργό, Εχούντ Μπάρακ, να πείσει τη μεγάλη πλειοψηφία της ισραηλινής εβραϊκής κοινής γνώμης ότι δεν υπήρχε, ότι δεν υπήρξε ποτέ, «παλαιστίνιος συνομιλητής» (9). Ακόμη και η ιστορική απόφαση της συνόδου κορυφής των αραβικών κρατών στη Βηρυττό, τον Μάρτιο του 2002 -να γίνει αποδεκτή η ειρήνη με το Ισραήλ με αντάλλαγμα τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967- απορρίφθηκε με περιφρόνηση. Και αυτή την άρνηση η ισραηλινή κυβέρνηση δεν την πληρώνει με κανένα τίμημα, αφού οι σημαντικότερες δυνάμεις του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες όπως και η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Κίνα όπως και η Ρωσία, συναλλάσσονται μαζί της σαν να μην υπάρχει η κατοχή -έστω κι αν η εικόνα του Ισραήλ στην κοινή γνώμη διαβρώνεται αισθητά.

Ουσιαστικά, η ηγετική ισραηλινή ομάδα αρνείται, στην πράξη, να αναγνωρίσει τους Παλαιστίνιους ως ισότιμους. Οι συμφωνίες του Οσλο δεν έθιξαν αυτή την αλαζονεία, ούτε την ιδέα ότι η ζωή ενός Παλαιστίνιου δεν αξίζει την ασφάλεια ενός Ισραηλινού. Οι ισραηλινοί ηγέτες, κραυγάζοντας για την εχθρότητα των γειτόνων τους και αντλώντας επιχειρήματα από τη γενοκτονία των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, κατασκεύασαν μια αντίληψη για την απόλυτη ασφάλεια, την οποία δεν μπορούσε να πειράξει οποιαδήποτε δύναμη, και η οποία οδηγεί τη χώρα σε ατελείωτους πολέμους. Είναι, άραγε, δυνατή μια λύση αν η αρχή της ισότητας ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα που κατοικούν σε αυτή τη γη δεν αναγνωρίζεται; «Ή ισότητα, ή τίποτε» διακήρυττε ο αμερικανο-παλαιστίνιος διανοούμενος Εντουαρντ Σαΐντ (10): μια ιδέα την οποία εκφράζουν πλέον διάφοροι πρωταγωνιστές, και κατ' αρχήν οι Παλαιστίνιοι του Ισραήλ, οι οποίοι τη διεκδικούν με όλο και μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Από εκεί προκύπτει η ανησυχία ενός ισραηλινού δημοσιογράφου, συγγραφέα ενός από τα πρώτα βιβλία που αφιερώθηκαν στη Φάταχ (11), του Εχούντ Γιαάρι. Σε άρθρο του την άνοιξη του 2010, ο ίδιος βεβαιώνει ότι σε λίγα χρόνια η στήριξη στη λύση των δύο κρατών θα μειωθεί, άλλες ιδέες θα αναδυθούν, η εξαφάνιση της Παλαιστινιακής Αρχής θα προκαλέσει την de facto προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών και οι Παλαιστίνιοι θα πετύχουν έτσι να εξασφαλίσουν «με διάρρηξη τη δημογραφική κυριαρχία την οποία βεβαιώνουν ότι φοβούνται οι ισραηλινοί ηγέτες εδώ και δεκαετίες και την οποία προσπάθησαν να αποφύγουν με την κατοχή μάλλον παρά με την προσάρτηση. Αυτή η αντίστροφη προσάρτηση δεν θα αφήσει άλλη επιλογή παρά εκείνη της συνύπαρξης με μια αραβική πλειοψηφία (12)». Κατά τη γνώμη του, λοιπόν, είναι απαραίτητη η ανακωχή, η οποία θα μπορούσε να διευκολυνθεί με την αποχώρηση του Ισραήλ στη γραμμή που ορίζεται από το «τείχος ασφαλείας», κάτι που θα προκαλούσε τη διάλυση εξήντα οικισμών και τον επαναπατρισμό πενήντα χιλιάδων εποίκων (σε σύνολο 500.000).

Ολα αυτά τα σχέδια «προσωρινής λύσης» δεν θα κατάφερναν στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων, παρά να παρατείνουν την κατοχή με άλλες μορφές, ενώ οι Παλαιστίνιοι θα παρέμεναν περιορισμένοι σε απομονωμένες περιοχές, χωρίς εδαφική ενότητα, χωρίς έλεγχο των συνόρων τους, χωρίς οικονομική και πολιτική εξουσία.

Οσο για την απειλή την οποία επισείει η Αρχή για την Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Παλαιστινιακού Κράτους, αυτή φαίνεται αστεία (13). Αλλωστε, δεν ανακηρύχθηκε ήδη αυτό το κράτος από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) το 1988 και δεν το αναγνώρισαν περισσότερα από εκατό κράτη; Ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Ενωση το αναγνώριζε, θα ήταν έτοιμη να δεχθεί τις συνέπειες και να μεταχειριστεί το Ισραήλ ως μια κατοχική δύναμη, την οποία θα έπρεπε να τιμωρήσει για να την υποχρεώσει να εκκενώσει το κράτος το οποίο κατέχει;

Η προοπτική ενός μόνο κράτους σε ολόκληρο το ιστορικό έδαφος της Παλαιστίνης προκαλεί αρκετά προβλήματα (14), όπως δείχνει η συζήτηση που ξεκίνησε στο φιλοπαλαιστινιακό στρατόπεδο με αφορμή τις προτάσεις του Ρίβλιν και του Αρενς.

Ο Ούρι Αβνερί, βετεράνος του αγώνα για την ειρήνη, καταγγέλλει με σθένος τα κενά αυτών των σχεδίων: αποκλείουν τη Γάζα, το ενιαίο κράτος θα είναι εβραϊκό, η προσάρτηση της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη θα επιτρέψει τη συνέχιση του εποικισμού, η παραχώρηση ιθαγένειας στους Παλαιστίνιους θα γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, σε δέκα χρόνια, ίσως ακόμη και σε μια γενιά. Και καταλήγει: «Στην ταινία του Ρομάν Πολάνσκι "Το μωρό της Ρόζμαρι", μια νέα γυναίκα γεννά ένα όμορφο μωρό που αποδεικνύεται ότι είναι ο γιος του σατανά. Το τόσο ελκυστικό όραμα της αριστεράς για ένα μόνο κράτος, γίνεται ένα τέρας της δεξιάς (15)».

Η άποψή του αμφισβητείται από τον Αλι Αμπουνίμα, έναν αμερικανο-παλαιστίνιο διανοούμενο, εμψυχωτή του ιστότοπου The Electronic Intifada και συγγραφέα ενός βιβλίου με επιχειρήματα, που υποστηρίζει ένα ενιαίο κράτος (16). Μολονότι αναφέρει, όπως ο Αβνερί, τα όρια των σχεδίων της δεξιάς, συνεχίζει: «Μόλις οι ισραηλινοί Εβραίοι παραδεχθούν την αναγκαιότητα ίσων δικαιωμάτων για τους Παλαιστίνιους, δεν θα μπορούν να επιβάλουν μονομερώς ένα σύστημα που διατηρεί αδικαιολόγητα προνόμια. Ενα ενιαίο κράτος πρέπει να λάβει υπόψη του τα νόμιμα συλλογικά συμφέροντα των ισραηλινών Εβραίων, αλλά επίσης πρέπει να κάνει το ίδιο για όλους τους άλλους».

Και διατυπώνει έναν παραλληλισμό με αυτό που συνέβη στη Νότια Αφρική: «Στα μέσα της δεκαετίας του '80, η πλειοψηφία των Λευκών είχε κατανοήσει ότι το status quo του απαρτχάιντ δεν είχε μέλλον και άρχισαν να εξετάζουν την προοπτική "μεταρρυθμίσεων" που απείχαν αρκετά από τα αιτήματα του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC) για μια οικουμενική ισότητα -ένας άνθρωπος, μία ψήφος σε μια μη ρατσιστική Νότια Αφρική (...). Μέχρι το τέλος, οι σφυγμομετρήσεις έδειχναν ότι η πλειοψηφία των Λευκών απέρριπτε την καθολική ψηφοφορία, αλλά αποδεχόταν ένα είδος διανομής της εξουσίας εφόσον διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο στις στρατηγικές αποφάσεις (17)».

Από την πλευρά της, η Χαμάς παραμένει στο περιθώριο της συζήτησης, αρκούμενη στο να αποδέχεται τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και τη Γάζα και να υπόσχεται, σε αυτές τις συνθήκες, μια λίγο ως πολύ μακρόχρονη «χόντνα» (εκεχειρία) με το Ισραήλ, αλλά χωρίς αναγνώριση. Οσο γι' αυτό που θα ήταν η «απελευθέρωση ολόκληρης της Παλαιστίνης» και το μέλλον του εβραϊκού πληθυσμού της, το ισλαμιστικό κίνημα περιορίζεται σε διακηρύξεις για την αποδοχή των θρησκευτικών μειονοτήτων.

ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Ενώ οι δύο πιο αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των Παλαιστινίων, η Φάταχ και η Χαμάς, είναι απούσες από τη συζήτηση -η οποία, ωστόσο, χρονίζει- για το ενιαίο κράτος, διανοούμενοι όπως ο Εντουάρντ Σαΐντ ή ο Τόνι Τζαντ, ένα τμήμα του κινήματος αλληλεγγύης με την Παλαιστίνη κι ένα σημαντικό, αλλά μειοψηφικό, τμήμα της παλαιστινιακής κοινής γνώμης έχουν υποστηρίξει ή υποστηρίζουν την ουτοπία ενός ενιαίου και δημοκρατικού κράτους (18). Οπως η πρόταση της Φάταχ στα τέλη της δεκαετίας του '60, έτσι και αυτή ζημιώνεται από τις αμφισημίες της: πρόκειται, άραγε, για ένα κράτος όλων των πολιτών του όπως στο νοτιοαφρικανικό μοντέλο; Για ένα διεθνικό κράτος στα πρότυπα της παλιάς Τσεχοσλοβακίας; Πώς θα είναι το σύνταγμά του και τι εγγυήσεις θα προσφέρει στις διάφορες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες; Πώς θα προσδιορίζεται αυτό το κράτος σε σχέση με το περιβάλλον του; Θα ενταχθεί στον Αραβικό Σύνδεσμο;

Ενα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να διαμορφωθεί παρά με βάση έναν κοινό αγώνα των Παλαιστινίων και τουλάχιστον ενός σημαντικού τμήματος του εβραϊκού πληθυσμού του Ισραήλ. Κάποιοι επικαλούνται συχνά το παράδειγμα της Νότιας Αφρικής. Αλλά, πέρα από το ζήτημα του να ξέρουμε εάν το Ισραήλ είναι ή όχι ένα κράτος του απαρτχάιντ, το νοτιοαφρικανικό μοντέλο εξόδου από τη σύγκρουση έγινε δυνατό γιατί το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC), μέσω της συμμαχίας του με το Κομμουνιστικό Κόμμα, είχε μια «βάση Λευκών». Επιπλέον, είχε προσαρμόσει τον λόγο του και τις μεθόδους αγώνα στη θέλησή του να οικοδομήσει μια κοινωνία «ουράνιου τόξου» και να αποφύγει την έξοδο του λευκού πληθυσμού που είχαν γνωρίσει, για παράδειγμα, η Αγκόλα και η Μοζαμβίκη. Δεν χρησιμοποίησε το όπλο της τρομοκρατίας παρά με περιορισμένο τρόπο, φοβούμενο ότι αυτό θα του στερήσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης, κυρίως των Λευκών (19). Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, ενώ πάλευε κατά τρόπο αδιάλλακτο για την αρχή «ένας άνθρωπος, μία ψήφος», μπόρεσε να λάβει υπόψη του τους φόβους της κοινότητας των Λευκών.

(1) Βλαντίμιρ Ζεέβ Γιαμποτίνσκι (1880-1940), ηγέτης της σιωνιστικής δεξιάς. Οι θέσεις του ενέπνευσαν τα κόμματα της δεξιάς.

(2) «Haaretz», Τελ Αβίβ, 15 Ιουλίου 2010.

(3) « Is there another option?», «Haaretz», 2 Ιουνίου 2010.

(4) TheJewishPress.com, 10 Ιουλίου 2009.

(5) « The false religion of Mideast peace: And why Ι'm no longer a believer», Foreign Policy, Ουάσιγκτον, Μάιος - Ιούνιος 2010.

(6) Γραμμένο με τον Hussein Agha, «Israel and Palestine: Can they start over? », The New York Review of Books, 3 Δεκεμβρίου 2009.

(7) « Α Mideast truce », «The New York Times», 16 Νοεμβρίου 2009.

(8) Denis Bauchard, «L'Etat palestinien en question. La solution des deux Etats est-elle encore possible?» Σημείωμα του Institut Francais des Relations Internationales, Παρίσι, Μάρτιος 2010.

(9) Βλέπε «Le "veritable visage" de Μ. Ehoud Barak», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2002.

(10) «Israel, Palestine, l'egalite ou rien», La Fabrique, Παρίσι, 1999.

(11) «Strike Terror: The Story of Fatah», Sabra Books, Νέα Υόρκη, 1970.

(12) « Armistice now», Foreign Affairs, Νέα Υόρκη, Μάρτιος-Απρίλιος 2010.

(13) Τα σενάρια εξετάστηκαν με πολύ έξυπνο τρόπο από τον Jean-Francois Legrain στο «Palestine: un Etat? Quel Etat?», Gremmo.mom.fr, 11 Δεκεμβρίου 2009.

(14) Βλ. Dominique Vidal, «Palestine: apropos de l'Etat binational », France-Palestine.org, 23 Νοεμβρίου 2009.

(15) Uri Avnery, «Rosemary's Baby», Gush-Shalom.org, 24 Ιουλίου 2010.

(16) Ali Abunimah, «One Country», Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2006.

(17) «Israelis embrace one-state solution from unexpected direction», Electronicintifada.net, 21 Ιουλίου 2010.

(18) Βλέπε Leila Farsakh, «L'heure d'un Etat binational est-elle venue?», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2007.

(19) Βλ. Nelson Mandela, «Un long chemin vers la liberte», «Le Livre de poche», Παρίσι, 1996, σ. 341.

Πηγή:

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=07/11/2010&id=220649