Μία σοσιαλδημοκρατική επανάσταση της αριστεράς είναι απαραίτητη συνθήκη για να σταματήσει η εποχή του φασισμού που εκφράζεται με τον όρκο πίστης σε ένα «Εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος».
Του Daniel Gutwein*
Αφήνοντας τον φασισμό του δρόμου να εισέλθει στις αίθουσες της κυβέρνησης είναι ένας από τους τρόπους που η δεξιά αντιμετωπίζει τις αλλαγές που δείχνουν το πώς η κατοχή επηρεάζει την ισραηλινή κοινωνία. Η τροποποίηση στον Νόμο περί Υπηκοότητας που ενσωματώνει τον όρκο πίστης σε ένα «Εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος» είναι ένα δείγμα.
Ο σκοπός της τροποποίησης είναι ξεκάθαρος, παραδόξως, από την αντίδραση η οποία προέρχεται από αυτούς που βλέπουν το Ισραήλ σήμερα ως ήδη εβραϊκό και δημοκρατικό: Ο Νταν Μεριντόρ(σ.σ. πολιτικός της δεξιάς) θεωρεί την τροποποίηση μη αναγκαία πρόκληση προς τους άραβες πολίτες και ο Ισαάκ Χέρτσογκ(σ.σ. πρώην πρόεδρος του Ισραήλ) την χαρακτηρίζει ως φασισμό. Ως τέτοια, αυτοί που αντιδρούν στην τροποποίηση υποστηρίζουν, ότι σκοπεύει να καθησυχάσει τους εξτρεμιστές εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Φαίνεται ωστόσο, ότι η τροποποίηση απευθύνεται στους ψηφοφόρους της δεξιάς, ιδίως αυτούς τους οποίους η κυβερνητική οικονομική πολιτική πλήττει την κοινωνική τους ασφάλεια.
Από το 1977(σ.σ. χρονολογία ορόσημο γιατί ηττήθηκαν για πρώτη φορά οι Εργατικοί και ανέλαβε την εξουσία το δεξιό κόμμα Λικούντ), η κατοχή χρησιμοποιήθηκε από την δεξιά ως μηχανισμός με τον οποίο αποζημιώνει τα θύματα της ιδιωτικοποίησης: Οι στεγαστικές και γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές χορηγήθηκαν στους οικισμούς των κατεχομένων εδαφών αντικαθιστώντας το κράτος πρόνοιας.
Η πολιτική της ιδιωτικοποίησης μπορεί να ήταν κοινή επιχείρηση της αριστεράς και της δεξιάς, αλλά τα θύματα της τείνουν να ευνοούν τη δεξιά, γιατί ταυτίζεται με τη συνέχιση της κατοχής και το σύστημα των αποζημιώσεων και επειδή απεχθάνεται την αριστερά για την νεοφιλελεύθερη ειρήνη που αυτή προσφέρει, χωρίς να νοιάζεται ότι ο τερματισμός της κατοχής και η κατάργηση του συστήματος αυτού θα τους μετατρέψει σε οικονομικά «θύματα της ειρήνης».
Παρόλα αυτά στη δεύτερη θητεία του Μπέντζαμιν Νετανιάου ως πρωθυπουργού, τέτοιου είδους αποζημιώσεις χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ανειδίκευτοι Εβραίοι εργάτες αντικαθίσταται από τους ξένους εργάτες, ενώ το πάγωμα των οικισμών κατέστρεψε την πιο σπουδαία προσφορά των οικισμών-την κατοικία.
Παράλληλα με την μείωση των πλεονεκτημάτων αυτών, μερικοί από τη δεξιά πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την μετατροπή του φασισμού από διάσπαρτο, απομονωμένο «ζιζάνιο» σε επίσημη πολιτική. Η αλλαγή στον όρκο πίστης καθιστά την υπηκοότητα να εξαρτάται από τη νομιμότητα. Η αφαίρεση υπηκοότητας και η προσβολή κατά των ξένων εργατών προωθήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών του Νετανιάου τον Αβιγκντόρ Λίμπερμαν και τον υπουργό Εσωτερικών Έλι Γισάι με στόχο να αυξηθεί το τίμημα της υπηκοότητας για να χρησιμεύσει ως αντίδοτο στα πλεονεκτήματα που έδινε κάποτε η κατοχή.
Με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων ολοκληρώνει την επιχείρησή του: με την μετατροπή των κοινωνικών υπηρεσιών από δικαίωμα των πολιτών σε εμπόρευμα το οποίο αποκτάται με την εμπορευματοποίηση της ίδιας της υπηκοότητας. Η κατοχή η οποία εξελίσσεται σε απελπισία καθώς η χρησιμότητά της συρρικνώνεται, μετατρέπεται σε φασισμό. Και είναι φασισμός, η συνέχιση της κατοχής με άλλα μέσα και ως τέτοια εισάγει την λογική της κατοχής μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή, υπό το φως του αυξανόμενου κοινωνικού χάσματος που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση, ο φασισμός μετατρέπεται σε εσωτερικό ισραηλινό μηχανισμό αποζημίωσης, μέσω του οποίου το καθεστώς ενισχύει την παρουσία του στην κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό, καθώς ο φασισμός κληρονομεί τον ρόλο της κατοχής ως μηχανισμό αποζημίωσης, η κατοχή αλλάζει την λειτουργία της και μετατρέπεται σε δικαιολογία για την επικράτηση του φασισμού.
Η μάχη κατά του φασισμού και της κατοχής απαιτεί την αντιμετώπιση του φόβου και του μίσους που σπείρει το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων και την αντικατάστασή του από ένα κράτος πρόνοιας που θα μπορεί να εμπνεύσει ξανά την κοινωνικό-οικονομική εμπιστοσύνη.
Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος της αριστεράς. Μία σοσιαλδημοκρατική επανάσταση στην αριστερά είναι ως εκ τούτου αναγκαία συνθήκη για να σταματήσουμε το φασισμό.
Του Daniel Gutwein*
Αφήνοντας τον φασισμό του δρόμου να εισέλθει στις αίθουσες της κυβέρνησης είναι ένας από τους τρόπους που η δεξιά αντιμετωπίζει τις αλλαγές που δείχνουν το πώς η κατοχή επηρεάζει την ισραηλινή κοινωνία. Η τροποποίηση στον Νόμο περί Υπηκοότητας που ενσωματώνει τον όρκο πίστης σε ένα «Εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος» είναι ένα δείγμα.
Ο σκοπός της τροποποίησης είναι ξεκάθαρος, παραδόξως, από την αντίδραση η οποία προέρχεται από αυτούς που βλέπουν το Ισραήλ σήμερα ως ήδη εβραϊκό και δημοκρατικό: Ο Νταν Μεριντόρ(σ.σ. πολιτικός της δεξιάς) θεωρεί την τροποποίηση μη αναγκαία πρόκληση προς τους άραβες πολίτες και ο Ισαάκ Χέρτσογκ(σ.σ. πρώην πρόεδρος του Ισραήλ) την χαρακτηρίζει ως φασισμό. Ως τέτοια, αυτοί που αντιδρούν στην τροποποίηση υποστηρίζουν, ότι σκοπεύει να καθησυχάσει τους εξτρεμιστές εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Φαίνεται ωστόσο, ότι η τροποποίηση απευθύνεται στους ψηφοφόρους της δεξιάς, ιδίως αυτούς τους οποίους η κυβερνητική οικονομική πολιτική πλήττει την κοινωνική τους ασφάλεια.
Από το 1977(σ.σ. χρονολογία ορόσημο γιατί ηττήθηκαν για πρώτη φορά οι Εργατικοί και ανέλαβε την εξουσία το δεξιό κόμμα Λικούντ), η κατοχή χρησιμοποιήθηκε από την δεξιά ως μηχανισμός με τον οποίο αποζημιώνει τα θύματα της ιδιωτικοποίησης: Οι στεγαστικές και γενναιόδωρες κοινωνικές παροχές χορηγήθηκαν στους οικισμούς των κατεχομένων εδαφών αντικαθιστώντας το κράτος πρόνοιας.
Η πολιτική της ιδιωτικοποίησης μπορεί να ήταν κοινή επιχείρηση της αριστεράς και της δεξιάς, αλλά τα θύματα της τείνουν να ευνοούν τη δεξιά, γιατί ταυτίζεται με τη συνέχιση της κατοχής και το σύστημα των αποζημιώσεων και επειδή απεχθάνεται την αριστερά για την νεοφιλελεύθερη ειρήνη που αυτή προσφέρει, χωρίς να νοιάζεται ότι ο τερματισμός της κατοχής και η κατάργηση του συστήματος αυτού θα τους μετατρέψει σε οικονομικά «θύματα της ειρήνης».
Παρόλα αυτά στη δεύτερη θητεία του Μπέντζαμιν Νετανιάου ως πρωθυπουργού, τέτοιου είδους αποζημιώσεις χάνουν την αποτελεσματικότητά τους. Ανειδίκευτοι Εβραίοι εργάτες αντικαθίσταται από τους ξένους εργάτες, ενώ το πάγωμα των οικισμών κατέστρεψε την πιο σπουδαία προσφορά των οικισμών-την κατοικία.
Παράλληλα με την μείωση των πλεονεκτημάτων αυτών, μερικοί από τη δεξιά πρέπει τώρα να αντιμετωπίσουν την μετατροπή του φασισμού από διάσπαρτο, απομονωμένο «ζιζάνιο» σε επίσημη πολιτική. Η αλλαγή στον όρκο πίστης καθιστά την υπηκοότητα να εξαρτάται από τη νομιμότητα. Η αφαίρεση υπηκοότητας και η προσβολή κατά των ξένων εργατών προωθήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών του Νετανιάου τον Αβιγκντόρ Λίμπερμαν και τον υπουργό Εσωτερικών Έλι Γισάι με στόχο να αυξηθεί το τίμημα της υπηκοότητας για να χρησιμεύσει ως αντίδοτο στα πλεονεκτήματα που έδινε κάποτε η κατοχή.
Με αυτόν τον τρόπο το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων ολοκληρώνει την επιχείρησή του: με την μετατροπή των κοινωνικών υπηρεσιών από δικαίωμα των πολιτών σε εμπόρευμα το οποίο αποκτάται με την εμπορευματοποίηση της ίδιας της υπηκοότητας. Η κατοχή η οποία εξελίσσεται σε απελπισία καθώς η χρησιμότητά της συρρικνώνεται, μετατρέπεται σε φασισμό. Και είναι φασισμός, η συνέχιση της κατοχής με άλλα μέσα και ως τέτοια εισάγει την λογική της κατοχής μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Την ίδια στιγμή, υπό το φως του αυξανόμενου κοινωνικού χάσματος που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση, ο φασισμός μετατρέπεται σε εσωτερικό ισραηλινό μηχανισμό αποζημίωσης, μέσω του οποίου το καθεστώς ενισχύει την παρουσία του στην κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό, καθώς ο φασισμός κληρονομεί τον ρόλο της κατοχής ως μηχανισμό αποζημίωσης, η κατοχή αλλάζει την λειτουργία της και μετατρέπεται σε δικαιολογία για την επικράτηση του φασισμού.
Η μάχη κατά του φασισμού και της κατοχής απαιτεί την αντιμετώπιση του φόβου και του μίσους που σπείρει το καθεστώς των ιδιωτικοποιήσεων και την αντικατάστασή του από ένα κράτος πρόνοιας που θα μπορεί να εμπνεύσει ξανά την κοινωνικό-οικονομική εμπιστοσύνη.
Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος της αριστεράς. Μία σοσιαλδημοκρατική επανάσταση στην αριστερά είναι ως εκ τούτου αναγκαία συνθήκη για να σταματήσουμε το φασισμό.
*Ο αρθρογράφος διδάσκει οικονομική και κοινωνική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χαάρετς» στις 09/11/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου