Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

O μεγάλος χαμένος των εκλογών στο Ισραήλ

Δύο είναι τα βασικά κατά την γνώμη μου συμπεράσματα από το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στο Ισραήλ. Το πρώτο η άνοδος της ανοικτά ρατσιστικής φασιστικής ακροδεξιάς του Αβιγντόρ Λίμπερμαν και το δεύτερο ο καταποντισμός της λεγόμενης «σιωνιστικής αριστεράς», του Εργατικού κόμματος και του αριστερότερου «Μέρετς», τα οποία ήταν υποτίθεται οι βασικοί εκπρόσωποι του «στρατοπέδου της ειρήνης».
Καταρχήν μία διευκρίνηση. Ο διαχωρισμός «αριστεράς» «δεξιάς» στο Ισραήλ δεν έχει να κάνει τόσο με την παραδοσιακή ανάγνωση στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη ως «Δεξιά» οριοθετούνται τα συντηρητικά κόμματα τα οποία πρωτοστατούσαν την εποχή του «ψυχρού πολέμου» σε αντικομουνισμό(Χριστιανοδημοκράτες, γκολικοί κλπ.) και «αριστερά» όσα προέρχονται από το σοσιαλιστικό κίνημα(σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές κλπ) και τις ποικιλώνυμες διασπάσεις του, τα οποία σε γενικές γραμμές είχαν παλαιότερα ως βασικό πρόσταγμα την ανάγκη κοινωνικών αλλαγών, αναφορές σε κοινωνική δικαιοσύνη, εργασιακά δικαιώματα κλπ.
Οι δύο βέβαια μεγάλοι πολιτικοί παραδοσιακοί σχηματισμοί του Ισραήλ, το Εργατικό κόμμα και το δεξιό Λικούντ, έχουν μία ανάλογη καταγωγή. Το Εργατικό κόμμα ήταν ο κύριος εκφραστής του «σοσιαλιστικού σιωνισμού» την δεκαετία του ’30 και πρωτοστάτησε στην ανάγκη δημιουργίας εβραϊκής εστίας στην Παλαιστίνη την δεκαετία του ’30 και ήταν ο βασικός πολιτικός σχηματισμός που με τις ένοπλες στρατιωτικές τους οργανώσεις(Χαγκανά, Παλμάχ) έπαιξε ρόλο στην δημιουργία του κράτους του Ισραήλ αλλά και στην «Νάγκμπα(καταστροφή)» των Παλαιστινίων, η πλειονότητα των οποίων αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από την πατρώα γη. Το Λικούντ προέρχεται από το ρεύμα του «ρεβιζιονιστικού σιωνισμού», ένα αμιγώς εθνικιστικό ρεύμα που διεκδικούσε όλο το βιβλικό Ισραήλ, που εκτεινόταν ως την σημερινή Ιορδανία, ιδεολογικά πλησίαζε τα «φασιστικά» κόμματα που αναπτύσσονταν την δεκαετία του ’30 στην Ευρώπη και θεωρούσε τους «σοσιαλιστές σιωνιστές», «μπολσεβίκους».
Ο «σοσιαλιστικός σιωνισμός»(ο οποίος επίσης είχε πολλές τάσεις και θεωρητικούς), συγκρούστηκε από την πρώτη στιγμή με τα «ορθόδοξα» ρεύματα της αριστεράς, παραδοσιακούς κομμουνιστές, τροτσκιστές κλπ, οι οποίοι ήταν αντίθετοι στο σιωνιστικό εγχείρημα και αντέτειναν ως προοπτική την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση και την ανάγκη κοινής οργάνωσης Εβραίων και Αράβων στην Παλαιστίνη για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Για τα ρεύματα αυτά τις αντιπαλότητες τους και την κόντρα «σοσιαλιστών σιωνιστών» και παραδοσιακών κομμουνιστών και τροτσκιστών, υπάρχει μία τεράστια βιβλιογραφία, καθώς και κείμενα που αφορούν την πολεμική της εποχής εκείνης.
Το Εργατικό κόμμα μονοπώλησε την εξουσία στο Ισραήλ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ήταν περισσότερο εκφραστής της ευρωπαϊκής ελίτ που πρωτοστάτησε στην δημιουργία του κράτους και λιγότερο των κοινωνικά καταπιεσμένων αραβικής προέλευσης Εβραίων(των λεγόμενων «μιζραχίμ») που ήλθαν στο Ισραήλ, κυρίως μετά την δεκαετία του ’50 από τις αραβικές χώρες, στα πλαίσια αντίστοιχων εθνικών εκκαθαρίσεων στις οποίες προέβησαν τα αραβικά καθεστώτα στα πλαίσια των αντιποίνων για την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Για την φυγή των Εβραίων από τις αραβικές χώρες υπάρχουν επίσης αντικρουόμενες πληροφορίες, καθώς μία μερίδα προσάπτει την φυγή σε προβοκάτσιες της Μοσάντ, από προσωπικές μαρτυρίες γνωρίζω ωστόσο, το πώς για παράδειγμα οι Εβραίοι του Ιράκ εξωθήθηκαν να εγκαταλείψουν άρον-άρον τη χώρα, ενώ ρόλο σε περαιτέρω διωγμούς έπαιξε και το καθεστώς Σαντάμ τν δεκαετία του ’70, κυνηγώντας τους Ιρακινούς κομμουνιστές, ένα σημαντικό μέρος των οποίων ήταν Κούρδοι και Εβραίοι.
Τα χρόνια της κυριαρχίας του το Εργατικό κόμμα του Ισραήλ, ακολούθησε μία ανάλογη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης(εντάχθηκε το 1968 στην Σοσιαλιστική Διεθνή) πολιτική, σε εθνικό επίπεδο όμως συνέχισε να αγνοεί το παλαιστινιακό πρόβλημα, παρά την φιλελευθεροποίηση που ακλούθησαν οι κυβερνήσεις του την δεκαετία του ’60, αίροντας το 1966 την κατάσταση στρατιωτικού αποκλεισμού που ίσχυε για τους Παλαιστινίους που είχαν απομείνει στην ισραηλινή επικράτεια και είχαν πάρει την ισραηλινή υπηκοότητα. Την δεκαετία του ’60 επιτράπηκε επίσης η συμμετοχή των Αράβων(Παλαιστινίων που είχαν ισραηλινή υπηκοότητα) στην Γενική Ομοσπονδία Εργατών του Ισραήλ(Χισταντρούτ), η οποία είχε δημιουργηθεί από τους προδρόμους του Εργατικού κόμματος και η οποία την δεκαετία του ’30 προέτασσε την ανάγκη για δημιουργία «εβραϊκού εργατικού δυναμικού», αποκλείοντας την συμμετοχή των Παλαιστινίων.
Την Δεκαετία του ’70 το Εργατικό κόμμα(το οποίο είχε συγχωνευτεί με το αριστερότερο σοσιαλιστικό Μαπάμ), συνέχιζε να έχει μία αριστερή ρητορική στα θεωρητικά του κείμενα(έχω υπόψη μου βιβλίο που μου είχε χαρίσει συμφοιτητής μου το’80 στο οποίο επιφανή μέλη της διανόησης του Εργατικού κόμματος αρθρογραφούσαν κατά της «νέας αριστεράς», με αναφορές από τον Λένιν μέχρι τον σοσιαλισμό. Έβλεπαν δηλαδή εαυτούς κομμάτι της παγκόσμιας αριστεράς και έπαιρναν μέρος στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής).
Στα τέλη του ’70 αρχίζει η σταδιακή παρακμή του Εργατικού κόμματος, παρέμενε ωστόσο κυρίαρχη δύναμη της αντιπολίτευσης. Αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη του στρατοπέδου της ειρήνης, υποστηρίζοντας κάποιου είδους συμβιβασμό με τους Άραβες, πιεζόμενο και από την αυξανόμενη αμφισβήτηση που άρχισε να προκαλεί στην ισραηλινή κοινωνία την δεκαετία του ’80 ο πόλεμος στον Λίβανο και η πρώτη ιντιφάντα.
Από τα σπλάχνα του ξεπήδησαν αριστερότερες πολιτικές κινήσεις, όπως το κόμμα Μέρετς, που έβαζε και ζητήματα διαχωρισμού κράτους-συναγωγής, δικαιωμάτων και ήταν βασικός κορμός του μαζικότερου κινήματος ειρήνης του «Ειρήνη Τώρα», που πρέσβευε την ανάγκη συμβιβασμού με τους άραβες γείτονες, με αποχώρηση του Ισραήλ από τα εδάφη που κατέλαβε το 1967. Δεν είναι ίσως άλλωστε τυχαίο ότι κορυφαίοι εκπρόσωποι του Εργατικού κόμματος, όπως ο πρώην αντιδήμαρχος της Ιερουσαλήμ Μερόν Μπενβενίστι, είναι σήμερα από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της ανάγκης ενός ενιαίου διεθνικού κράτους(άποψη που πρέσβευε μία μικρή μειοψηφία «σιωνιστών» την δεκαετία του ΄30).
Χάρη στα «ειρηνευτικά ανοίγματα» και την πολιτική γη έναντι ειρήνης, που προέταξε ο δολοφονηθείς το 2005 πρωθυπουργός του Ισραήλ Γιτσχάχ Ράμπιν, το Εργατικό κόμμα επανήλθε την δεκαετία του 2000 στην ισραηλινή πολιτική σκηνή ως κύριος εκφραστής του στρατοπέδου της ειρήνης, κερδίζοντας μάλιστα αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις έναντι της παραδοσιακής δεξιάς του Λικούντ, μέχρι το 2000, που ξέσπασε η δεύτερη ιντιφάντα και ο τότε ηγέτης του Εργατικού κόμματος και πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ υιοθέτησε το σλόγκαν «δεν υπάρχει εταίρος για την ειρήνη». Η πολιτική αυτή άνοιξε ουσιαστικά τον δρόμο για την πλήρη επικράτηση της δεξιάς και της ακροδεξιάς, με το Εργατικό κόμμα να μετέχει ως «τσόντα» στις επόμενες κυβερνήσεις, θάβοντας ουσιαστικά τις συμφωνίες του Όσλο, που ήταν βασικό του επίτευγμα(ασχέτως να συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την πραγματική σκοπιμότητα τους), καθαίρεσε ακόμη και τον Ράμπιν από τις επίσημες αναφορές του κόμματος(λέγεται ότι η φωτογραφία του Ράμπιν έχει εξαφανιστεί από τα γραφεία του κόμματος), με αποτέλεσμα αντί να εξαργυρώσει την πλήρη ταύτισή του με την δεξιά σε ψήφους να καταποντιστεί στις τελευταίες εκλογές.
Σε κοινωνικό επίπεδο πάντως το Εργατικό κόμμα είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια «σοσιαλιστικής» πολιτικής από την δεκαετία του ’80, έχοντας προσχωρήσει, όπως άλλωστε και τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε νεοφιλελεύθερη πολιτική με ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κλπ, που κορυφώθηκαν την δεκαετία του ’90.
Το κόμμα που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, είναι σήμερα τέταρτο σε δύναμη, έχει υποσκελιστεί από το χαρακτηριζόμενο από μερίδα του ίδιου του ισραηλινού τύπου «φασιστικό» «Ισραέλ Μπεϊτένου(Ισραήλ το Σπίτι μας)» του Αβιγκτόρ Λίμπερμαν. Πανωλεθρία υπέστη στις τελευταίες εκλογές το αριστερότερο Μέρετς, το οποίο την δεκαετία του ’90 είχε πρωταγωνιστήσει σε ριζοσπαστικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας, προτάσσοντας αιτήματα όπως ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, η προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, αλλά και των Αράβων πολιτών του Ισραήλ.
Ενισχυμένα βγήκαν τα δύο αραβικά κόμματα «Χαντάς» και «Μπαλάντ». Το πρώτο, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι, Μέτωπο για την Δημοκρατία και την Ισότητα, μετωπικό σχήμα του ΚΚ Ισραήλ, κάνει λόγο για την ανάγκη δημιουργίας μιας «νέας αριστεράς», ενώ ακόμη και το θεωρούμενο «εθνικιστικό» από το ισραηλινό κατεστημένο «Μπαλάντ» κάνει προσπάθειες να προσεγγίσει τα εβραϊκό κοινό. Ο υποψήφιος του Χαντάς στις τελευταίες δημοτικές εκλογές στο Τελ Αβίβ, Ντοβ Κχενίν, είχε έλθει δεύτερος, καταφέρνοντας να συσπειρώσει μία ευρεία γκάμα δυνάμεων και υποστηρικτών. Παρόλα αυτά τα δύο αυτά κόμματα εξακολουθούν να θεωρούνται βασικοί εκφραστές των παλαιστινιακών συμφερόντων στην ισραηλινή κοινωνία, αντλώντας άλλωστε το μεγαλύτερο κομμάτι των ψηφοφόρων τους από του Άραβες(Παλαιστινίους) που είναι πολίτες του κράτους του Ισραήλ.
Ο Λίμπερμαν και το κόμμα του «Ισραήλ το Σπίτι μας», δεν είναι παρά μεταμφίεση του εκτός νόμου κόμματος «Καχ», που ίδρυσε την δεκαετία τoυ ’70 ο αμερικανoεβραίος ραβίνος Μείρ Καχάνε που δολοφονήθηκε το 1990 από μουσουλμάνους εξτρεμιστές.
Το κόμμα του Καχάνε μιλούσε ανοικτά για απέλαση όλων των Αράβων του Ισραήλ και στο πρόγραμμά του στις αρχές του ’80 περιελάμβανε διατάξεις ανάλογες με αυτές των νόμων της Νυρεμβέργης του Χίτλερ. Μία προσωπική πάλι μαρτυρία. Ως νεαρός φοιτητής στο Ισραήλ το 1980, μου έπεσε στα χέρια εφημερίδα, μπροσούρα δεν θυμάμαι ακριβώς του ΚΚ Ισραήλ, που επεσήμαινε τον κίνδυνο του φασισμού εξαιτίας των κηρυγμάτων του Καχάνε, που θεωρούνταν ακόμη ένα περιθωριακό φαινόμενο.
Το 1984 ο Καχάνε εκλέχτηκε βουλευτής, εξαιτίας όμως των ανοικτά ρατσιστικών του απόψεων, το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου(κατ’ αναλογία των ναζιστικών κομμάτων στην Ευρώπη), χωρίς ωστόσο η επιρροή του να σταματήσει να διαπερνά κομμάτια της ισραηλινής κοινωνίας(ιδιαίτερα σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα, όπου η άνθιση του ρατσιστικού μίσους είναι ευκολότερη) και εποίκων στην Δυτική Όχθη. Άλλωστε ρατσιστικά κηρύγματα δεν έλειψαν ποτέ από τα άλλα νόμιμα κόμματα της ισραηλινής ακροδεξιάς.
Ο Λίμπερμαν λοιπόν ιδεολογικό παιδί του Καχάνε, μετείχε σε προηγούμενες κυβερνήσεις, με την ανοχή του φιλελεύθερου Εργατικού κόμματος, το οποίο δεν αποκλείεται να μετάσχει πιθανότατα σε μία κυβέρνηση ακροδεξιών.
Που βρίσκεται η ελπίδα; Στην ενίσχυση του ριζοσπαστικότερου σήμερα στρατοπέδου ειρήνης στο Ισραήλ, που εξακολουθεί να δίνει μάχες, παρά τις αντιξοότητες για ένα διαφορετικό στην περιοχή μέλλον. Έτσι κι αλλιώς μεγάλος χαμένος των εκλογών είναι ο ίδιος ο Ισραηλινός λαός, με εκατομμύρια των εκατομμυρίων να φεύγουν για όπλα, την ώρα που η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται και η παγκόσμια οικονομική κρίση κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Παραθέτω κατά τη γνώμη δύο πρόσφατα άρθρα απολογισμούς του αποτελέσματος των ισραηλινών εκλογών, στα αγγλικά, με την ελπίδα, να τα ανεβάσω όταν μπορέσω μεταφρασμένα.
Πρόκειται για άρθρο στις 12/02/2009 του αγαπημένου σε μένα(δεν τον γνωρίζω προσωπικά) αρθρογράφου της εφημερίδας «Χαάρετς» Γκιντεόν Λέβι και μία μαρξιστική ανάλυση από τον παγκόσμιο σοσιαλιστικό δικτυακό τόπο(world socialist web site).
http://www.haaretz.com/hasen/spages/1063597.html

http://www.wsws.org/articles/2009/feb2009/isra-f12.shtml

Δεν υπάρχουν σχόλια: